Τρίτη 26 Απριλίου 2016

Οι λαμπάδες της Λαμπρής


 Έθιμο (δικό μου) που κρατάει χρόνια τώρα, να φτιάχνω εγώ τις πασχαλινές λαμπάδες της οικογένειας.

 Έχω - δεν έχω χρόνο, τις λαμπαδίτσες τους θα τους τις φτιάξω, αλλιώς κάτι δεν μου κάθεται καλά! Αλλιώς δεν καταλαβαίνω Πάσχα... όπως δεν καταλαβαίνω Πάσχα όταν δεν φτιάχνω κουλούρια κι όταν δεν φτιάχνω κοκορέτσι (ω, ναι, κάτι ψιλοκατέχουμε κι από αυτό - από παιδί).

 Έως τώρα τους έχω φτιάξει λαμπάδες παιχνιδιάρικες, λαμπάδες πιο σοβαρές, λαμπάδες με decoupage, λαμπάδες με κορδόνια και δαντέλες, λαμπάδες σκεπασμένες σχεδόν ολόκληρες με χρωματισμένο ρύζι (!) 
 Δεν τις έχω δείξει όλες εδώ στο ιστολόγιο, έχω δείξει όμως κάποιες εδώ και εδώ.

 Με τις κυρίες της οικογένειας τα πράγματα είναι πάντα πιο εύκολα, οι κύριοι είναι που με δυσκολεύουν! Στις δικές τους λαμπάδες δεν μπορώ να κάνω και πολλά... (αν και δεν έχω παράπονο· ακόμη και τις φορές που "ξέφυγα" διακοσμητικά, με τίμησαν οι καημένοι και κράτησαν τις λαμπαδίτσες τους στην Ανάσταση).

  Όπως και να έχει, κάθε χρόνο προσπαθώ να τους φτιάχνω κάτι διαφορετικό. 

  Να τι τους ετοίμασα φέτος:

Για τις κυρίες...







Και για τους κυρίους 

(απλή λαμπαδίτσα αυτή τη φορά, και εις τριπλούν - για να μη μαλώνουν!)





Ε, κάπου εδώ να μη σας δείξω και τη δική μου;

(αγαπημένος μου συνδυασμός χρωμάτων αυτός... 
πάλι δεν μπόρεσα να αντισταθώ στο πετρόλ)




 Μια-δυο μέρες μετά αφού ολοκλήρωσα τις λαμπάδες, έλαβα μήνυμα από τη (διαδικτυακή) μου νονά. Μπορεί η κανονική μου νονά να με έχει ξεχάσει εδώ και χρόνια, η διαδικτυακή μου όμως, δεν με ξεχνάει ποτέ! ♥



 Και μάλλον την ίδια ώρα που εγώ έφτιαχνα τις λαμπάδες της οικογένειας, η διαδικτυακή μου νονά έφτιαχνε τη δική μου... και μου έστειλε μήνυμα για να με ειδοποιήσει ότι είναι στο δρόμο και έρχεται προς εμένα! 

 Είμαι το πιο τυχερό (διαδικτυακό) βαφτιστήρι του κόσμου, σας το έχω πει; Και μάλλον το μοναδικό βαφτιστήρι που στην Ανάσταση θα κρατάει όχι μία, αλλά δύο λαμπάδες: μία την ξεχωριστή κι από καρδιάς λαμπάδα της "νονάς" του, και μία αυτή που έφτιαξε με τα ίδια του τα χέρια!

Σε ευχαριστώ τόσο πολύ, νονά! ♥
(ξέρεις εσύ...)


 Κάτι μου λέει ότι και φέτος θα τρέχουν όλοι να πάρουν από μένα το Άγιο Φως, με τόσο ωραία λαμπάδα που θα έχω... (βρίσκουν και ευκαιρία να την περιεργαστούν από κοντά, καταλαβαίνετε). Πέρσι πάντως αυτό έγινε! 


Καλή Ανάσταση και καλό Πάσχα σας εύχομαι, φίλοι μου! 

Καλά να περάσετε με τα αγαπημένα σας πρόσωπα!

Σας φιλώ!







Υ.Γ. Η διαδικτυακή μου νονά είναι κάπως ντροπαλή και πολύ μετριόφρων. Δεν με αφήνει συνήθως να σας δείξω τη λαμπάδα μου... κι εγώ είμαι ένα μικρό - και πολύ ευτυχισμένο - βαφτιστήρι. Πώς λοιπόν μπορώ να την κακοκαρδίσω;


Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Πασχαλινά λαγουδάκια (ξύλινα κρεμαστά διακοσμητικά πόρτας)


  Στη λογική του upcycle (της δημιουργικής δηλαδή επαναχρησιμοποίησης υλικών) οι δημιουργίες που θα σας δείξω σήμερα.

 Απλά και ταπεινά ξύλινα γλωσσοπίεστρα από το φαρμακείο της γειτονιάς, μεταμορφώνονται σε πασχαλινά κρεμαστά πινακάκια για την εξώπορτα του σπιτιού...














Και μια ομαδική φωτογραφία τους! ☺





 Τα πινακάκια είναι ζωγραφισμένα με ακρυλικά χρώματα και έχω χρησιμοποιήσει επίσης ένα μικρό χειροποίητο ετικετάκι με πασχαλινές ευχές στο καθένα τους, κορδελίτσες και σπάγκο. 

 Όλα τους φτιάχτηκαν για να δοθούν ως πασχαλινά δωράκια σε συναδέλφους και στην οικογένεια.


 Και μετά από τόσους λαγούς, ήρθε η ώρα να γίνω κι εγώ "λαγός" - σήμερα ξεκινάει η άδειά μου!!




Καλό Σαββατοκύριακο σε όλους, καλά να περάσετε!




Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Αυτό που κάνει η άνοιξη στις κερασιές

 Μην έχοντας τι να κάνω ένα απόγευμα, αποφάσισα να ξαναδιαβάσω ποιήματα που αγαπώ. 

 Έξω ο ήλιος ήταν ακόμα λαμπερός, τα πουλιά κελαηδούσαν και η ατμόσφαιρα ήταν μυρωμένη. Άνοιξη, βλέπεις· άνθη παντού, και το αεράκι έφερνε στα ρουθούνια μου την αχνή μυρωδιά τους.

 Σκέφτηκα τον Νερούδα... και ήρθε στο νου μου ένας στίχος του που αγαπώ πολύ:  

"Θέλω να κάνω μαζί σου
αυτό που κάνει κι η άνοιξη στις κερασιές".


 Ο στίχος αυτός είναι από ένα ποίημα (το 14ο κατά σειρά) που εμπεριέχεται στη δεύτερη συλλογή του Νερούδα "Είκοσι ερωτικά ποιήματα κι ένα τραγούδι χωρίς καμμιάν ελπίδα" ("Veinte poemas de amor y una cacnion deseperada").

 Η συλλογή αυτή εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1924, από τις εκδόσεις Nacimiento της Χιλής, κάποια όμως από τα ποιήματα που εμπεριέχονται σε αυτή είχαν δημοσιευτεί ξανά πριν την έκδοση του βιβλίου. 
 Στην Ελλάδα, η συλλογή κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τυπωθήτω/Δάρδανος (2005), σε μετάφραση του Γιώργου Κεντρωτή.

 Πόσο το αγαπώ αυτό το ποίημά του! Κάθε άνοιξη το σκέφτομαι πιο έντονα, μου αρέσει να το ξαναθυμάμαι... έτσι λοιπόν, να 'μαι, να το διαβάζω ξανά.


(14)


Όλο παίζεις, εσύ, κάθε μέρα, εσύ,
με το φως του σύμπαντος κόσμου.
Επισκέπτρια συλφίδα των νερών και των κήπων.
Δεν είσαι δε μόνο εκείνη η χρυσή κεφαλή
όπου σαν ανθοδέσμη σφιχτά την κρατάω εγώ
μες στα δυο μου τα χέρια.

Κανενός αλλουνού δεν μοιάζεις εσύ
από τότε που εγώ σε αγάπησα.
Άσε να σε ξαπλώσω σ' ένα στρώμα
από μάηδες κίτρινους κι αγαπανθούς.
Ποιος είν' εκείνος εκεί που γράφει τ' όνομά σου
με ψηφία καπνού στ' αστέρια του Νότου;
Εγώ είμ' εκείνος εκεί που γράφει τ' όνομά σου
με ψηφία καπνού στ' αστέρια του Νότου!
Άσε με... άσε με να σε αναπολήσω όπως ήσουν
προτού ν' ανασπασθείς και βγεις στην ύπαρξη.

Κι ευθύς, δες, αλαλάζει ο άνεμος
και δέρνει τα κλειστά μου παράθυρα.
Ο ουρανός είναι μι' απόχη φίσκα ως απάνου
με ψάρια μαύρα, ανήλιαγα.

Κι εδώ, εδωνά, κοπάζουν όλοι οι άνεμοι, όλοι τους εδωνά.
Και τότε η βροχή εγυμνώθη.
Πουλιά πετάνε πετούμενα.
Οι άνεμοι. Οι άνεμοι.
Μόνος μου εγώ και αναμετριέμαι με των άλλων τη δύναμη.
Ο ανεμοστρόβιλος σέρνει μαζί του
και μουρλαίνει τα μπακιρένια φύλλα
και ξελύνει τ' αραγμένα στ' ουρανού το μώλο.

Εσύ είσαι εδώ. Εσύ δε φεύγεις, δεν πετάς.
Κι εσύ ως το τέλος θα είσαι και θα μου απαντάς
στους βόγγους και τα μουγκρητά μου.
Επάνω μου να 'ρθεις να κουλουριαστείς
σα να σ' έχουνε σκιάξει.
Κάπου κάπου αδέσποτοι ξεπόρτιζαν απ' τα μάτια σου ήσκιοι,
ξένοι, παράδοξοι.

Και τώρα, τωραδά, εδώ,
μανούσια μου φέρνεις και δυοσμαρίνια, μωρό μου,
γι' αυτό κι έτσι ευωδιάζουν τα στήθη σου.
Την ώρα όπου ο άνεμος μελαγχολικός καλπάζει
σφαγιάζοντας πεταλούδες
εγώ σ' αγαπάω,
κι η έξαρση μου δαγκώνει βαθιά
τα δαμάσκηνα του στόματός σου.

Πόσο έχεις στ' αλήθεια πονέσει,
ώσπου να 'βρεις τα χούγια μου,
ώσπου να βρεις την ψυχή μου τη μονάτη κι ανήμερη
και τ' όνομά μου που όλους τους κάνει και τρέμουν . . .
Πόσες και πόσες φορές δεν είδαμε το φως του αυγερινού
να μας φιλάει τα μάτια
και πάνω απ' τα κεφάλια μας το χάραμα κυκλοδίωκτο
ν' ανοίγει ωσάν ριπίδιο.
Τα λόγια μου σε μούσκεψαν θωπεύοντάς σε.
Καιρός πάει πολύς που αγάπησα
το ηλιόλουστο σώμα σου, το μαργαριταρένιο.
Και πιστεύω έτσι πως εγώ είμαι ο κύριος
του σύμπαντος όλου.
Θα σου φέρω απ' τα βουνά λουλούδια εξαίσια,
κλέλιες, ζουμπούλια
και βελανίδια γεράνια, κι ένα κοφίνι φιλιά.

Θέλω να κάνω μαζί σου
αυτό που κάνει κι η άνοιξη στις κερασιές.


(Όποιος ενδιαφέρεται και γνωρίζει τη γλώσσα, 
μπορεί να διαβάσει το πρωτότυπο ποίημα εδώ).


  Αγάπη, πόση αγάπη φωλιάζει μέσα σ΄αυτά τα λόγια! Αυτό το ποίημα πάντοτε με ταξίδευε, πάντοτε μου άφηνε μια γλύκα. Κι αυτός ο τελευταίος στίχος... φαινομενικά απλός, κι όμως τόσο αισθαντικός και γεμάτος νόημα. 

 Τέλειωσα το ποίημα, απέμεινα όμως να το σκέφτομαι. Εικόνες πετάριζαν στο νου μου, έντονο φως, γαλανός ουρανός και ανθάκια κερασιάς.

 Χωρίς να το πολυσκεφτώ, πήρα τις μπογιές μου, τα πινέλα μου και ένα ξύλινο καφασάκι που με περίμενε καιρό σε μια γωνίτσα, αναξιοποίητο.

  Κι έπιασα δουλειά.

 Το φως του ήλιου χανόταν σιγά-σιγά, σουρούπωνε, τα πουλιά σταμάτησαν να κελαηδούν, μαζεύτηκαν στις φωλιές τους. Νύχτωσε, η λάμπα του δημόσιου φωτισμού που υψώνεται ακριβώς έξω από το παράθυρό μου ξεκίνησε το συνεχόμενό της βόμβισμα. Συνήθως με ενοχλεί όταν το ακούω, βομβίζει αρκετά δυνατά όταν έχω ανοιχτό το παράθυρο. Τούτη τη φορά όμως ούτε που το πρόσεξα.

 Νομίζω ότι επανήλθα πλήρως στον κόσμο μας, όταν ολοκλήρωσα το έργο μου. Μεσάνυχτα πια, είχα ξεχάσει για άλλη μια φορά να φάω, δεν είχα ξεκουραστεί και πολύ, κι όμως, ένιωθα υπέροχα.








 Και είχα ήδη αποφασίσει σε ποιο πρόσωπο θα πήγαινε τούτο το μικρό καφασάκι... Μια αγαπημένη φίλη που πάντοτε με σκέφτεται από καρδιάς κι είναι με τον τρόπο της πάντα κοντά μου.



_________________________________________________________________

Τούτη η ανάρτηση με τα ανθάκια της κερασιάς και τα λόγια του Νερούδα
ταξιδεύει επίσης και ως τις Μέρες Άνοιξης της Αριστέας (Η Ζωή είναι Ωραία)


_________________________________________________________________



Info: 

► Ο Πάμπλο Νερούδα (φιλολογικό ψευδώνυμο του Νεφταλί Ρικάρδο Ρέγιες Μπασοάλτο, αναφέρεται ενίοτε στη βιβλιογραφία και τη δισκογραφία ως Πάβλο Νερούδα ή Νερούντα), ήταν Χιλιανός συγγραφέας και ποιητής (1904-1973). 
  Σύμφωνα με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, θεωρείται ο σημαντικότερος ποιητής του 20ού αιώνα. 
   Το 1971 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις λόγω της πολιτικής του δραστηριότητας και των Κομμουνιστικών του πεποιθήσεων. 
  Εξέδωσε πληθώρα ποιητικών συλλογών ποικίλου ύφους, όπως ερωτικά ποιήματα, έργα που διέπονται από τις αρχές του σουρεαλισμού, ακόμα και κάποια που θα μπορούσαν να θεωρηθούν πολιτικά μανιφέστα. (πηγή)


Neruda Pablo "Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα τραγούδι χωρίς καμμιάν ελπίδα" ("Veinte poemas de amor y una cacnion deseperada"), 2005, Τυπωθήτω/Δάρδανος

Από την παρουσίαση της έκδοσης:

  Είκοσι χρονώ είταν και δεν είταν ο Νεφταλί Ρικάρδο Ρέγιες Μπασοάλτο - γνωστός σήμερα ανά την υφήλιο με το ψευδώνυμο Πάμπλο Νερούδα -, όταν δημοσίευσε μια μικρή συλλογή ποιημάτων με τίτλο "Veinte poemas de amor y una cacnion deseperada". Και έμελλε το βιβλιαράκι ετούτο όχι μόνο να γίνει ο μηνύτορας της έλευσης του νεαρού ποιητή από το Παρράλ της Χιλής στην επικράτεια των ύψιστων λυρικών κατορθωμάτων (εξ όνυχος γάρ...), και μια από τις διαχρονικώς δημοφιλέστερες αναφορές στη λεγόμενη ερωτική ποίηση, αλλά και να είναι πια έργο κλασικό της παγκόσμιας λογοτεχνίας... 
[...]
(Γιώργος Κεντρωτής, Κέρκυρα, 23 Σεπτεμβρίου 2004)



Σάββατο 16 Απριλίου 2016

Συλλογικό διήγημα ~ Η Σοφίτα: Πιόνια σε στημένη παρτίδα


(via - edited by me)


Πιόνια σε στημένη παρτίδα

Μπρος στην εικόνα της αδελφής της που έμπαινε αργοπατώντας στο χώρο της σοφίτας, ο χρόνος σαν να πάγωσε για την Κατερίνα. Στο νου της αντήχησαν σκόρπια λόγια, τα λόγια του γιατρού: «ψυχική νόσος… ήπια επεισόδια μανίας… καταθλιπτικά επεισόδια… κυκλοθυμία, απάθεια, θυμός… διπολική διαταραχή…»

Όλα αυτά που τους έλεγε ακούγονταν εντελώς ακαταλαβίστικα για την οικογένεια. Και πώς δεν τα είχαν αντιληφθεί νωρίτερα; 
   Ο γιατρός ισχυρίστηκε ότι η διαταραχή είχε κάνει την εμφάνισή της πιθανόν πολύ νωρίς στη ζωή της Τούλας, και μάλλον με τη μορφή ήπιων καταθλιπτικών επεισοδίων. Επεισόδια που ήταν ολιγοήμερα και όχι πολύ συχνά. Με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα του, η κοπέλα δεν παρουσίαζε σοβαρή κοινωνική δυσλειτουργία, ούτε είχε ψυχωσικά συμπτώματα.
Η οικογένεια θυμόταν την Τούλα να δείχνει συχνά αρκετά ήσυχη και μαζεμένη. Έτσι οι περιοδικές τάσεις απομόνωσης που τυχόν παρουσίαζε και η έλλειψη κάθε ενδιαφέροντος για δραστηριότητες κατά καιρούς, δεν τους κίνησαν υποψίες, με αποτέλεσμα να μην οδηγηθούν ποτέ έως τότε στη διάγνωση της κατάστασής της.
Έκτοτε, πρόσθεσε ο γιατρός, όσο η Τούλα μεγάλωνε βίωνε κατά διαστήματα περιστατικά υπομανίας, που χαρακτηρίζονταν από έντονη αισιοδοξία, ενεργητικότητα, ευερεθιστότητα και ίσως, έντονη σεξουαλική ορμή. Μπορεί να γινόταν αρκετά παραγωγική περιοδικά, να κοιμόταν λιγότερο και να ήταν κάπως κυκλοθυμική. Για την ίδια, τα περισσότερα από όσα βίωνε στα πλαίσια της υπομανίας έμοιαζαν σχεδόν ευχάριστα - μέχρι την επόμενη κρίση άγχους, θλίψης ή θυμού.  

(via - edited by me)

Όσο ο γιατρός εξηγούσε, η Κατερίνα ανακαλούσε διάφορα περιστατικά από την κοινή τους ζωή. Τότε της φαίνονταν ανεξήγητα, τώρα όμως καταλάβαινε… Θυμόταν τις εναλλαγές στη διάθεση της Τούλας, θυμόταν τα μέλη της οικογένειας να τη ρωτούν απορημένα κι εκείνη να αρνείται πως κάτι συμβαίνει. Θυμόταν πώς άλλαζαν τα μάτια της: κάποιες μέρες έδειχναν ήσυχα, υποτονικά, κι έπειτα το βλέμμα της γινόταν αγριωπό και η ίδια ασύχαστη. Θυμόταν την αξιοσημείωτη εργατικότητά της κατά καιρούς στη βιοτεχνία ενδυμάτων… κι άλλοτε, τη θυμόταν να είναι βαρύθυμη για μέρες, να λέει συνεχώς πως δεν θέλει καθόλου να πάει στη δουλειά.

«Θεέ μου, δώσε μου δύναμη, δεν ξέρω τι να κάνω… πώς θα το χειριστώ όλο αυτό; Δώσε μου δύναμη να κάνω το σωστό… για όλους μας…» σκέφτηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Κοίταξε την Τούλα. Το βλέμμα της αδερφής της ήταν κάπως αγριεμένο και σκοτεινό, κι από εκεί η Κατερίνα κατάλαβε ότι δεν ήταν και πολύ καλή η συγκεκριμένη στιγμή για κουβέντα. Πλέον όμως δεν υπήρχε γυρισμός. 

«Κατερίνα, μη στέκεις σαν να είδες φάντασμα. Εγώ είμαι, ήρθα». Η Τούλα έδειξε γύρω της το σκονισμένο χώρο της σοφίτας κι έπειτα κάρφωσε το βλέμμα της και πάλι στην αδερφή της. «Σε έψαχνα κάτω· έπρεπε να το είχα καταλάβει ότι θα διάλεγες να συναντηθούμε εδώ, στο ανήλιαγο και σκονισμένο άντρο του “δεσμοφύλακα”. Κάποτε μας τιμωρούσε εδώ, θυμάσαι; Η μάνα λείπει από το σπίτι, αλλά και να έρθει δεν πρόκειται καν να σκεφτεί ότι βρισκόμαστε εδώ πάνω. Δε θα μας ενοχλήσει κανείς. Λοιπόν, σε ακούω.»
«Δεσμοφύλακας; Μη μιλάς έτσι για τη μητέρα, Τούλα».
«Δεν μιλώ εγώ έτσι, το χωριό μιλάει έτσι γι΄αυτή. Άδικα, θεωρείς;».
«Δεν είναι αυτό το θέμα μας τώρα και το ξέρεις. Με ακούς, λες; Τι με ακούς, εσύ με ακούς; Εγώ είμαι αυτή που περιμένει τις εξηγήσεις σου… τίνος είναι το παιδί που έχεις στα σπλάχνα σου, Τούλα; Μίλα μου! Πώς μπόρεσες να συμπεριφερθείς έτσι, στον εαυτό σου πάνω από όλα, και έπειτα στην οικογένειά μας; Δεν τολμώ να διανοηθώ τι θα γίνει αν μαθευτεί στο χωριό τούτη η ατίμωση…»
«Κατερίνα, αυτό που με ρωτάς δεν πρόκειται να σου το πω. Τι σημασία έχει; Τι σημασία έχει αν λέγεται Τάσος, Ξενοφώντας, Νίκος ή Γιώργος; Είναι ο Κανείς. Για όλους σας! Νομίζεις πως αυτός ήταν ο πρώτος; Ή πως θα είναι ο τελευταίος; Μπορεί στα 27 μου να μην έχω βρει την αδελφή ψυχή μου, να μην έχω παντρευτεί, αλλά ξέρεις κάτι; Υπάρχουν πολλές άλλες ψυχές εκεί έξω. Μέχρι στιγμής όλες τους έρχονται στη ζωή μου και φεύγουν, αλλά δεν με πειράζει. Φεύγοντας παίρνουν μαζί τους - έστω κι αν είναι για λίγο - τη ρετσινιά της “γεροντοκόρης” που μου έχετε κολλήσει εδώ στο χωριό. Η Αθήνα ευτυχώς είναι μεγάλος τόπος, κανείς δεν τα κοιτάει αυτά. Εκεί μπορώ να ζήσω, να υπάρξω».
«Γι’ αυτό λοιπόν παρακάλεσες τόσο πολύ τους γονείς μας για να έρθεις μαζί μου στην Αθήνα; Για να ελευθερωθείς μ΄ αυτόν ειδικά τον τρόπο;»
«Μικρή μου αδερφή, πάντοτε χαϊδεμένη των γονιών μας, όχι. Δεν το ζήτησα γι΄ αυτό. Το ζήτησα γιατί αλλιώς δεν θα λάβαινες με τίποτα την άδεια να πας εσύ… κι ήταν τόσο σημαντικό για σένα το να σπουδάσεις, να γίνεις η δασκάλα που τόσο ήθελες! Και ακόμη, επειδή αρχικά ένιωσα πως έπρεπε να έρθω να σε προσέχω. Μα έπειτα γνώρισα εκείνο το βράδυ το Γιώργο, τον έφερα στο σπίτι μας και στη ζωή μας κι εκ των πραγμάτων ανέλαβε εκείνος να σε προσέχει, σωστά;
Όμως, Κατερίνα, όσο κι αν σου έχω αδυναμία, δεν περιστρέφονται όλα γύρω από σένα. Κάπου εκεί ήταν που συνειδητοποίησα πως έχω κι εγώ ζωή… από την οποία έκανα πίσω χρόνια και χρόνια. Και κάνω ακόμη, τ΄ ακούς; Να το θυμάσαι αυτό που σου λέω!»
«Τούλα, τι λόγια! Δεν σε αναγνωρίζω καθόλου! Και το παιδί;»
«Τι μ΄ αυτό; Νομίζεις ότι το ήθελα να συμβεί; Ότι ήταν κάτι που το προγραμμάτισα; Ατύχημα ήταν… Νομίζεις ότι το θέλω αυτό το μικρό κουτάβι που βρίσκεται μέσα στα σπλάχνα μου; Βάρος μού είναι… και βάρος θα μου είναι - να το ξέρεις. Αναρωτιέμαι πώς μπορώ να το ξεφορτωθώ, ειλικρινά στο λέω».
Η Κατερίνα την κοίταξε εμβρόντητη.
«Μικρή μου αδερφή με την τέλεια και απροβλημάτιστη ζωή, αν έχεις κάποια λύση σχετικά μ΄ αυτό, ευχαρίστως να την ακούσω. Άσε το τι προηγήθηκε. Τώρα τι γίνεται! Δε μου φτάνουν οι συνεχείς ερωτήσεις και το μόνιμα επικριτικό βλέμμα της μάνας, δε μου φτάνει που δεν μου μιλάει πια ο πατέρας, πρέπει τώρα να έχω να αντιμετωπίσω κι εσένα;»
«Τούλα, μη με ειρωνεύεσαι σε παρακαλώ, και μη μου επιτίθεσαι…»

Η Κατερίνα έκανε ένα βήμα μπροστά, την κοίταξε, προσπάθησε να ατσαλωθεί για τη συνέχεια. Ήταν η αδελφή της, για όνομα του Θεού, ήταν άρρωστη όμως και επιπλέον είχε βρεθεί ξαφνικά σε μια πάρα πολύ δύσκολη θέση. Κι αυτό που ετοιμαζόταν να της προτείνει ήταν τραγικό μεν, μα ήταν αναγκαίο… Μια θυσία, που θα γινόταν όμως κι από τις δυο πλευρές.

Παρόλο που η Τούλα είχε μόλις δηλώσει ότι δεν επιθυμούσε το παιδί, η Κατερίνα δεν μπορούσε να είναι σίγουρη ότι αυτό δεν ήταν μια κουβέντα της εν θερμώ, και πως αργότερα η Τούλα δε θα άλλαζε γνώμη. Όπως και να ήταν, η Κατερίνα έπρεπε τώρα να διαλέξει προσεκτικά τις λέξεις, να μιλήσει όσο πιο ήρεμα γινόταν, να μην την πληγώσει. Και να την οδηγήσει τελικά στο να συναινέσει στη σωστή απόφαση - μια απόφαση που είχε ήδη παρθεί.

«… Προσπαθώ να σε βοηθήσω, κορίτσι μου. Να σε σώσω από το γκρεμό όπου πας να πέσεις. Άκου. Άκου με καλά. Κι ελπίζω να συμφωνήσεις, γιατί ειλικρινά άλλη λύση δεν βλέπω».

Προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να μην αφήσει να φανεί το ανεξέλεγκτο τρέμουλο που ξεκινούσε από μέσα της, η Κατερίνα εξήγησε στη μεγάλη της αδελφή τι είχε σκεφτεί να κάνουν. Της ανέλυσε το σχέδιό της διεξοδικά, απέφυγε όμως να αναφερθεί στην ασθένειά της και στους φόβους που είχαν στην οικογένεια σχετικά με την ανατροφή του παιδιού από την Τούλα.

«Μόνο εμείς θα γνωρίζουμε, Τούλα. Η μητέρα, ο πατέρας, εσύ κι εγώ. Κανείς άλλος, ούτε καν ο Γιώργος. Εκείνος θα νομίζει ότι είναι δικό του το παιδί. Αν συμφωνήσεις, θα του γράψω σήμερα κιόλας τα “χαρμόσυνα” νέα. Κι έπειτα, επιστρέφουμε κι οι δυο μας στην Αθήνα. Μέχρι να γεννήσεις, εγώ μπορώ να συνεχίσω τις σπουδές μου και να βρω παράλληλα μια δουλειά για να μπορούμε να ζήσουμε. Στο μεταξύ, θα δούμε πώς θα γίνει με το γάμο. Εξαρτάται από το πότε είναι να επιστρέψει στη στεριά ο Γιώργος. Έχω λίγο καιρό να λάβω νέα του».

Η Κατερίνα σώπασε, αφήνοντας στην Τούλα λίγο χρόνο για να επεξεργαστεί την πρότασή της.
Η Τούλα κοίταξε την αδερφή της με βλέμμα εντελώς απροσδιόριστο. Κι έπειτα, ξέσπασε:

«Μια χαρά τα κανονίσατε με τη μάνα, έτσι, αδερφή;  Ο ιδανικός τρόπος να κουκουλωθεί και να ξεπλυθεί η ντροπή! Η μικρή μου αδελφή θα θυσιαστεί για χάρη μου… Η καλή μας Σαμαρείτισσα, που αν και έχει τα πάντα, ποτέ δεν της είναι αρκετά - τελικά πάντα υπάρχει ο τρόπος για να αποκτήσει και κάτι ακόμη!»

Η Κατερίνα έσκυψε το κεφάλι, μην αντέχοντας το αμείλικτο βλέμμα και την κατηγορία. Προτίμησε να μην ανταπαντήσει· τι να πει;

«Έτσι κι αλλιώς, Κατερίνα», συνέχισε η Τούλα σκουπίζοντας ένα και μοναδικό δάκρυ οργής από το μάγουλό της, «αυτό το “κουτάβι” ήδη δεν μου ανήκει – όπως δεν ανήκει και σε εσένα… αυτό όμως θα είναι το μικρό μας μυστικό, σωστά;»  

Η Τούλα στράφηκε απότομα και βγήκε από το σκονισμένο δωμάτιο, χωρίς να ρίξει πίσω της ούτε μια ματιά.
Στη σοφίτα επικράτησε απόλυτη σιωπή.



~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Λίγους μήνες μετά

Αγαπητή μου Κατερίνα. 
Εύχομαι να είσαι καλά και εσύ και η κόρη μας. Σου γράφω για να σε πληροφορήσω πως θα αναβάλω την επιστροφή μου και έτσι αναγκαστικά θα πρέπει να αναβληθεί και ο γάμος. Το ξέρω πως με περίμενες αλλά δυστυχώς ούτε αυτή τη φορά μπορώ να τα καταφέρω. Μόλις πιάσω λιμάνι και μπορέσω θα σου τηλεφωνήσω για να σου εξηγήσω κάποια πράγματα και ελπίζω να τα καταλάβεις.
Με αγάπη, 
Γιώργος


Αγαπητή μου Τούλα. 
Εύχομαι να είσαι καλά. Σου γράφω για να σε πληροφορήσω πως έρχομαι Αθήνα σε λίγες μέρες. Δεν ξέρει κανείς για την επιστροφή μου, ούτε η Κατερίνα, ούτε καν ο Αναγνώστου γνωρίζει ότι επιστρέφω στην Ελλάδα. Το έχω φροντίσει.
Θα μείνω στην Αθήνα για πολύ λίγο και έπειτα θα φύγω ξανά. Πρέπει να σε συναντήσω οπωσδήποτε πριν τον επικείμενο γάμο. Πρέπει να μιλήσουμε. Θα σε περιμένω την Πέμπτη στις 28 του μηνός, στο γνωστό σημείο.
Με αγάπη, 
Γιώργος

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Σήμερα

 «Σόφη μου; Είσαι καλά, γλυκιά μου;»

Ο Ορέστης είχε προτείνει στη Σόφη να εκμεταλλευτούν το διήμερο, κάνοντας ένα μικρό ταξίδι με προορισμό τη θάλασσα. Ήταν κάτι που το είχαν ανάγκη. Εκείνη δέχτηκε μετά χαράς και τώρα κάθονταν σε ένα μικρό παραθαλάσσιο ταβερνάκι, ακούγοντας το φλοίσβο. Οι ζεστές ακτίνες του ήλιου χάιδευαν το δέρμα τους, το απαλό αεράκι ήταν όνειρο, εκείνοι όμως δυσκολεύονταν να αφεθούν στη στιγμή, να γαληνέψουν και να ηρεμήσουν. Συζητούσαν χαμηλόφωνα όσα είχαν συμβεί, προσπαθώντας να σκεφτούν τις επόμενές τους κινήσεις.

«Σκεφτόμουν, Ορέστη… Έχω την αίσθηση πως από τη στιγμή που βρέθηκα σ΄ αυτή τη σοφίτα κι έπειτα, τρέχω. Όλο τρέχω. Χωρίς να ξέρω πού πάω. Άνοιξα αυτό το παλιό σεντούκι της γιαγιάς και νιώθω πως άνοιξα το κουτί της Πανδώρας… στρέφοντας όλα τα δεινά του κατά πάνω μου. Ό,τι ήξερα, γκρεμίστηκε… και δεν έχω ιδέα τι να κάνω τώρα για να μάθω όσα δεν γνωρίζω. Καλά-καλά δεν ξέρω αν θέλω να τα μάθω πια! Φοβάμαι τι θα βρω, καταλαβαίνεις; Κι αν θα καταλάβω αυτό που θα βρω, κι αν θα χρειαστεί να αγαπήσω ανθρώπους ή να τους μισήσω…»
«Έχεις δίκιο, αγάπη μου. Σε καταλαβαίνω. Εδώ που φτάσαμε όμως πρέπει να προχωρήσεις, αλλιώς δεν θα μπορέσεις ποτέ να ησυχάσεις…»
«Πώς, Ορέστη; Πώς να προχωρήσω, τι άλλο να κάνω;»
«Ας επιστρέψουμε στο σπίτι της θείας σου· μόνοι μας. Δεν ήθελα να πάμε χθες μαζί με τον Ιωάννου. Ίσως εκεί βρούμε απαντήσεις, ίσως κάτι να ξέφυγε της προσοχής μας την προηγούμενη φορά. Ή, μπορείς να δοκιμάσεις να μιλήσεις και πάλι με τη Γιώτα, Σόφη μου. Το ύφος της δεν μου αρέσει καθόλου. Αισθάνομαι ότι ξέρει πολλά, ότι κρύβει πολλά. Και είναι η μόνη που έχει απομείνει τώρα εν ζωή… ίσως να είναι λοιπόν η μοναδική σου ευκαιρία για να μάθεις όλη την αλήθεια. Τι λες; Ό,τι κι αν αποφασίσεις, να ξέρεις πως εγώ θα είμαι δίπλα σου…»


(via - edited by me)



~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~




 Η «Σοφίτα» είναι ένα συλλογικό διήγημα το οποίο γράφεται σπονδυλωτά από 16 bloggers. Βασίζεται σε μια ιδέα της Μαρίας Νικολάου, η οποία ξεκίνησε την ιστορία της Σοφίτας στο Κείμενο, συντονίζει έκτοτε την πορεία της και πρόκειται να την ολοκληρώσει η ίδια.

Οι δεκαέξι bloggers γράφουν και εξελίσσουν την αρχική ιστορία, ο καθένας με το δικό του μοναδικό τρόπο γραφής, έχοντας πάντα υπόψη τους τα προηγούμενα κεφάλαια και γράφοντας το δικό τους κεφάλαιο με καθορισμένη σειρά. 

Τα κεφάλαια που έχουν δημοσιευτεί ως τώρα:


1. Μαρία Νικολάου (Το Κείμενο)Η Σοφίτα της Σόφης
13. Katerina Verigka (Just K)Δυο αλήθειες
14. 'Ελλη (Funky Monkey) → Πιόνια σε στημένη παρτίδα
15. Ρένα Χριστοδούλου (Δια Χειρός...Ρένα Χριστοδούλου)
16. Σμαραγδένια Ρούλα (Σμαραγδένια)
Επίλογος: Μαρία Νικολάου (Το Κείμενο) →   


Ήμουν η 14η στη σειρά για να γράψω, είχα πάμπολλες πληροφορίες να επεξεργαστώ και να συνδέσω και έτσι κράτησα πάρα πολλές σημειώσεις από τα προηγούμενα κεφάλαια πριν φτάσει η στιγμή να αγγίξω με τα δάχτυλά μου το πληκτρολόγιο... 
Ελπίζω και εύχομαι με τη συνέχεια που έδωσα να μην απογοήτευσα ούτε τους συγγραφείς που προηγήθηκαν, ούτε τους επόμενους που πρόκειται να ακολουθήσουν (ούτε και εσένα, φίλε αναγνώστη, που μου αφιέρωσες την προσοχή σου...)


Παραδίδω τώρα τη (λογοτεχνική) σκυτάλη στη Ρένα Χριστοδούλου και στο ΔιαΧειρός της. Ρένα μου, καλή έμπνευση σου εύχομαι!


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...