Ο αγέλαστος άνθρωπος
(ακολουθεί ιστορία μεγάλης έκτασης... καθίστε αναπαυτικά!)
πηγή εικόνας: google - επεξεργασία δική μου
Για
κείνον ακούγονταν πολλά, και πολλές φορές οι άνθρωποι συζητούσαν γι΄αυτόν πίσω
από την πλάτη του. Ένα από όλα αυτά, όμως, ήταν σίγουρα αλήθεια: δεν υπήρχε
άλλος άνθρωπος στη γειτονιά, ίσως και στην πόλη ολόκληρη, ίσως και στη χώρα
ολόκληρη, τόσο αγέλαστος όσο αυτός.
Δεν
ήταν πάντοτε έτσι. Τη νύχτα που η γυναίκα του κι εκείνος στάθηκαν απέναντι, έχοντας
ανάμεσά τους μια και μοναδική λέξη να αιωρείται στον αέρα, σαν μαχαιριά - «Διαζύγιο»,
του είχε πει - ένα μαύρο πέπλο απλώθηκε μπροστά στα μάτια του και έκρυψε το
φως. Το πέπλο μεγάλωσε, απλώθηκε ως την ψυχή του, απομυζώντας κάθε χαρά στο
διάβα του. Δε μπορούσε καν να φέρει στο νου του την εποχή που ήταν
διαφορετικός, καλύτερος, χαρούμενος. Το μόνο που θυμόταν ήταν η λέξη-μαχαιριά
που ήρθε από το πουθενά, κι ο μετέπειτα πόνος· η εγκατάλειψη. Δεν έφταιγε σε
τίποτα· απλώς δεν είχε αγαπηθεί όσο είχε αγαπήσει, κι η σχέση τους είχε προ
πολλού ξεπεράσει την ημερομηνία λήξης, που εκείνη είχε εξαρχής ορίσει και είχε
αμελήσει να του το πει.
Έκτοτε,
αφιερώθηκε σε δυο πράγματα: στη μαγειρική, την οποία λάτρευε και αποτελούσε την
κύρια ενασχόλησή του στις μοναχικές ώρες που βρισκόταν στο σπίτι, και στην
επιχείρηση που είχε από κοινού με τον αδελφό του· μια πιτσαρία. Η επιχείρηση πήγαινε
καλά, δεν είχε παράπονο. Στην ουσία δε χρειαζόταν καν να εργάζεται εκεί – αλλά
τι άλλο να έκανε; Κάθε βραδάκι, λοιπόν, πήγαινε με το κόκκινο μηχανάκι του στο
μαγαζί, στερέωνε πάνω του το κουτί των παραγγελιών και πήγαινε μερικές από τις
παραγγελίες στον προορισμό τους. Το έκανε έλεγε για να ελαφραίνει λίγο το παιδί
που είχαν στο μαγαζί, να μην αγχώνεται και τρέχει του σκοτωμού για να τις
προλάβει όλες στην ώρα τους. Μα η αλήθεια ήταν άλλη: όταν οδηγούσε το μηχανάκι
του, οργώνοντας τους δρόμους με ταχύτητα, κάνοντας ελιγμούς, απλά δε σκεφτόταν.
Παρέδιδε
τις παραγγελίες πάντοτε αγέλαστος. Δεν τα πήγαινε πια καλά με τους ανθρώπους, ήταν
κλειστός και πάντοτε συγκρατημένος. Ορισμένοι πελάτες τον κοιτούσαν με απορία,
αλλά όχι για πολύ. Στο κάτω-κάτω δεν ήταν κανένας γνωστός τους για να
νοιαστούν, κι από την άλλη, ποιος δεν ήταν κάπως αγέλαστος στις μέρες μας;
Ανασήκωναν τους ώμους τους, έπαιρναν την παραγγελία, έκλειναν την πόρτα τους
και το επόμενο δευτερόλεπτο, ο αγέλαστος άνθρωπος - που τον έλεγαν Βασίλη - είχε
ήδη ξεχαστεί.
Εκείνο
το χειμωνιάτικο βράδυ, ο Βασίλης πήγε νωρίτερα από ό,τι συνήθιζε στο μαγαζί.
Είχε αγώνα γύρω στις οχτώ, κι από την εμπειρία τους αυτό σήμαινε ότι θα είχαν
αρκετή δουλειά στην πιτσαρία αμέσως πριν την έναρξη του αγώνα, και πολύ
λιγότερη δουλειά μετά που ο αγώνας θα τελείωνε. Χαιρέτησε μ΄ ένα νεύμα τον αδελφό
του που ετοίμαζε μια πίτσα πίσω από το πάσο, κι έπειτα βγήκε πάλι έξω. Έδεσε το
κουτί στο μηχανάκι, σκυφτός, βλοσυρός, κουκουλωμένος ως επάνω με το χοντρό
μπουφάν του. Η νύχτα ήταν κρύα. Ο ντελιβεράς που δούλευε στο μαγαζί είχε ήδη
φύγει, για να παραδώσει μια μακρινή παραγγελία.
«Ρε
συ, Μπίλη, ξέρεις κατά πού πέφτει η Ηροδότου;» τον ρώτησε ο αδελφός του με το
που μπήκε ξανά στο μαγαζί. «Έχω μια παραγγελία, Ηροδότου 23 μου είπαν».
«Νομίζω
ότι είναι κάπου στα περίχωρα της πόλης», του απάντησε. «Αν θυμάμαι καλά,
ανατολικά, στην περιοχή πίσω από το στρατόπεδο. Είναι ήδη έτοιμη;»
«Ναι,
ρε συ… κι ο Κώστας δεν έχει γυρίσει ακόμα από την προηγούμενη παραγγελία…»
«Φέρ΄την·
θα την πάω εγώ».
Οδηγώντας,
προσπερνώντας με ταχύτητα ανθρώπους, αυτοκίνητα, σπίτια, καταστήματα, την ίδια
τη ζωή της πόλης, προσπαθούσε να θυμηθεί πού ακριβώς βρισκόταν ο δρόμος. Έφτασε
στην περιοχή, πέρασε τα τελευταία φανάρια, έστριψε πίσω από το στρατόπεδο, έψαξε,
δεν τον βρήκε. Πάνω που σκεφτόταν να ρωτήσει, έστριψε ξανά και είδε την
πινακίδα, καρφωμένη πάνω στον τοίχο ενός σπιτιού: Ηροδότου.
Χτύπησε
το κουδούνι στη μονοκατοικία με τον αριθμό 23 και του άνοιξε μια γυναίκα με
κόκκινα μαλλιά και ήρεμο, γλυκό πρόσωπο.
«Καλησπέρα…
η παραγγελία σας».
Η
γυναίκα κοίταξε τον αγέλαστο άνθρωπο, πήρε το τετράγωνο κουτί που της έτεινε,
πλήρωσε. Έπειτα, του χαμογέλασε.
«Ευχαριστώ…
κρατήστε τα ρέστα».
Ο
Βασίλης δεν ανταπέδωσε το χαμόγελο. Δεν ήξερε πώς να το κάνει. Έγνεψε για
ευχαριστώ, έκανε μεταβολή και πήγε να φύγει.
«Μισό
λεπτό… περιμένετε. Είστε καλά, όλα καλά;»
Σταμάτησε.
«Συγνώμη·
δε θέλω να γίνω αδιάκριτη. Μα… κάτι σας συμβαίνει, το βλέπω. Το διαισθάνομαι. Δεν
έχω ξαναδεί κάποιον που να του λείπει τόσο πολύ το χαμόγελο… Είμαστε άνθρωποι·
μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;»
Η
μορφή της ήταν τόσο ήρεμη, τόσο γλυκιά και πονετική… Ο Βασίλης έπιασε τον εαυτό
του να της απαντάει με ειλικρίνεια, πριν καν προλάβει να ελέγξει τις
αντιδράσεις του.
«Κανείς
δεν μπορεί να με βοηθήσει».
«Μην
το λες αυτό» του αντιγύρισε. «Πάντα κάποιος μπορεί να βοηθήσει κάποιον, αρκεί να
το θέλουν και οι δυο πλευρές: η μία να θέλει να δώσει τη βοήθεια, κι η άλλη να
θέλει να τη δεχτεί…»
Ο
Βασίλης στεκόταν, μην ξέροντας τι να πει.
«Τι
εννοείς;»
«Άσε
με να σε βοηθήσω», του είπε. «Αλλά θα το κάνω με τον τρόπο μου. Θα με
εμπιστευτείς; Μπορείς να το κάνεις αυτό;»
Ο
Βασίλης έγνεψε «ναι», σαν σε όνειρο.
«Δουλεύεις
ντελίβερι, οπότε αυτό που θα σου ζητήσω δε θα είναι εντελώς έξω από τα νερά
σου. Θα μάθεις κάτι από αυτό, όμως. Ελπίζω. Θέλω να μεταφέρεις και να
παραδώσεις για μένα τρία δέματα, σε τρεις διαφορετικούς παραλήπτες. Απόψε τη
νύχτα. Ξεκινώντας από τώρα. Μπορείς να το κάνεις αυτό; Σου ορκίζομαι σε ό,τι
έχω ιερό, σε ό,τι έχεις εσύ ιερό, πως δεν πρόκειται για κάτι παράνομο· δεν
είναι ναρκωτικά, ούτε κλοπιμαία. Θα σου πω δυο λόγια για τα δέματα, αν θέλεις, δεν
μπορώ όμως να σου δείξω το περιεχόμενό τους – όχι πριν φτάσει η ώρα του να το
δεις».
Ο
Βασίλης κάτι πήγε να πει, έπειτα σώπασε. Τι να πει; Τι θα έλεγε κάθε λογικός
άνθρωπος; Κοίταξε τα μάτια της... έψαξε, προσπάθησε να βρει την παγίδα. Δε
βρήκε τίποτα. Έγνεψε πάλι «ναι», σχεδόν ασυναίσθητα, και ταυτόχρονα σκέφτηκε
μέσα του πως πρέπει να είχε τρελαθεί.
Εκείνη
χαμογέλασε ξανά, έπειτα πήγε μέσα στο σπίτι και έφερε πίσω τρία μικρά πακέτα,
τυλιγμένα σε καφέ χαρτί. Κάθε ένα έγραφε απέξω μία διεύθυνση με όμορφα, στρωτά,
καλλιγραφικά γράμματα. Του τα έδωσε.
«Το
πρώτο δέμα περιέχει κάτι που βρέθηκε στο δρόμο, κάπου κοντά σε ένα σπίτι. Το
δεύτερο περιέχει κάτι που βρέθηκε δίπλα σε μια παιδική χαρά. Και το τρίτο…
λοιπόν, το τρίτο δέμα είναι ιδιαίτερο· γι΄αυτό κι εγώ θα αφήσω πάνω σου τον
τρόπο με τον οποίο θα το χειριστείς. Δείξε μου εμπιστοσύνη… αφέσου… και
ξεκίνα».
Ο
Βασίλης έλεγξε τις διευθύνσεις, τοποθέτησε με τη σειρά τα τρία δέματα στο κουτί
των παραγγελιών, έβαλε μπρος το μηχανάκι κι έφυγε. Στη διαδρομή ένιωθε ότι
έκανε κάτι απόλυτα σωστό… και ταυτόχρονα, η λογική του τού φώναζε πως όλο αυτό
ήταν απόλυτα λάθος. Η πρώτη διεύθυνση ήταν όμως αρκετά κοντά, και πηγαίνοντας,
ίσως να μπορούσε να καταλάβει καλύτερα τι από τα δύο ίσχυε τελικά.
Έφτασε
στην πρώτη διεύθυνση, άνοιξε το κουτί των παραγγελιών, πήρε στα χέρια του το
πρώτο δέμα και χτύπησε το κουδούνι. Του άνοιξε ένας άνδρας, περίπου στην ίδια
ηλικία μ΄εκείνον.
«Καλησπέρα,
έχω ένα δέμα για σας» του είπε.
Ο
άλλος τον κοίταξε απορημένος.
«Για
μένα; Είστε σίγουρος; Δεν περιμένω κάτι…»
«Ναι,
είναι για σας».
Ο
άνδρας το πήρε και χωρίς να το πολυσκεφτεί, έσκισε το χαρτί και το άνοιξε
επιτόπου. Κοίταξε το περιεχόμενό του, έπειτα τον αγέλαστο άνθρωπο, έπειτα ξανά
το περιεχόμενο. Κι άρχισε να κλαίει.
Έβγαλε
μια φωτογραφία από μέσα, παλιά· του την έδειξε. Δυο άνθρωποι στέκονταν αγκαλιά
και χαμογελούσαν στο φακό· ένας πατέρας, κι ένα μικρό παιδί – ο γιος του.
«Πού
τη βρήκες; Πού; Νόμιζα ότι την είχα χάσει για πάντα…» ο άνδρας έκλαιγε, αλλά
όχι από λύπη. Έκλαιγε από ανακούφιση. Έκλαιγε και γελούσε μαζί.
«Στο
δρόμο, κοντά σ΄ένα σπίτι…» θυμήθηκε ο Βασίλης τα λόγια της. Κι έπειτα, ξαφνικά
και απροειδοποίητα, βρέθηκε στην αγκαλιά του άνδρα.
«Να
είσαι καλά, άνθρωπέ μου, για το καλό που μου έκανες! Αυτή η φωτογραφία είναι η
μοναδική που μου είχε απομείνει από το συγχωρεμένο τον πατέρα μου. Πριν λίγο
καιρό, μπήκαν διαρρήκτες στο σπίτι μας. Ανακάτεψαν τα πάντα, πήραν πράγματα.
Έψαξα σαν τρελός, μα τη φωτογραφία αυτή δεν την βρήκα πουθενά! Πίστεψέ με, δε
στενοχωρήθηκα για τίποτε από όλα όσα έκλεψαν, κι ας ήταν αξίας· γι΄αυτή τη
φωτογραφία, όμως… τι να σου πω. Να είσαι καλά! Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω!
Πέρασε μέσα, να σου βάλω ένα κρασί, να καθίσεις να φας μαζί μας. Θα πω στη
γυναίκα μου να ετοιμάσει ό,τι ζητάει η ψυχή σου!»
Κάτι
μέσα στο Βασίλη αναδεύτηκε, περιστράφηκε, υποχώρησε. «Όχι, σε ευχαριστώ, έχω κι
άλλα δέματα να παραδώσω…» ψέλλισε. «Άλλη φορά».
«Καταλαβαίνω!
Μα να ξέρεις πως, αν και όποτε σε φέρει ξανά ο δρόμος προς τα εδώ, η πόρτα μου
θα είναι πάντα ανοιχτή για σένα». Ο άνδρας του χαμογέλασε εγκάρδια. «Μην το
ξεχάσεις! Θα σε περιμένω…»
Ο
Βασίλης σκέφτηκε πως θα ήταν ωραία αν μπορούσε να του χαμογελάσει κι εκείνος. Δοκίμασε,
μα δεν το κατάφερε. Χαιρέτησε, καβάλησε το μηχανάκι του κι έφυγε ολοταχώς για
τη δεύτερη διεύθυνση.
Έφτασε
σε ένα περιποιημένο διώροφο σπίτι και χτύπησε το κουδούνι. Του άνοιξε ένα μικρό
παιδί, το οποίο φορούσε τις πιτζάμες του και ήταν πασαλειμμένο γύρω από τα
χείλη του με σοκολάτα. Πίσω του ακολουθούσε η μαμά του, φορώντας τις πιτζάμες
της κι αυτή.
«Γεια
σας, έχω ένα δέμα για σας…»
Η
γυναίκα το πήρε και το άνοιξε με απορία. Ο μικρός στεκόταν δίπλα της. Γύρισε
χαρούμενη και του έδειξε το περιεχόμενο: «Ε, λοιπόν, είσαι πολύ τυχερός, μικρούλη!
Αυτό το δέμα δεν ήταν τελικά για μένα… κοίτα!»
Ο
μικρός έριξε μια ματιά και το προσωπάκι του φωτίστηκε μονομιάς. Τράβηξε έξω από
το δέμα ένα μικρό αρκουδάκι, κι έπειτα άφησε μια τσιρίδα:
«Ο
Μπούμπης μουυυυυυ!! Πού το βρήκες, κύριε; Σ΄ευχαριστώ!!»
Η μαμά
του κοίταξε ερωτηματικά το Βασίλη. «Στην παιδική χαρά…» της είπε αυτός.
«Το
χάσαμε σήμερα το μεσημέρι! Πρέπει να του έπεσε φεύγοντας από τις κούνιες… Δεν
το πιστεύω ότι το βρήκατε! Ετοιμαζόμουν να βάλω τον μικρό για ύπνο και χωρίς το
αρκουδάκι του δεν κοιμάται ποτέ… αναρωτιόμουν τι θα κάναμε απόψε! Ευχαριστούμε
πολύ που μας το φέρατε. Μα, πώς ξέρατε αλήθεια σε ποια διεύθυνση να το φέρετε;»
«Ρώτησα
στην παιδική χαρά και έτυχε να βρω κάποια γνωστή σας εκεί. Το γνώρισε το
αρκουδάκι. Εκείνη μου είπε πού μένετε», είπε ψέματα ο Βασίλης. Τι να ’λεγε;
Η
μητέρα κάτι πήγε να πει, αλλά ο μικρός τη διέκοψε:
«Κύριε!
Περίμενε! Μη φύγεις!»
Ο
μικρούλης χώθηκε μέσα στο σπίτι και επέστρεψε περιχαρής, κρατώντας μια
μισοδαγκωμένη σοκολάτα.
«Για
σένα, κύριε!» του είπε και άπλωσε το μικρό χεράκι. «Η μαμά μου λέει πως δεν
πρέπει να μοιραζόμαστε με τους άλλους το φαγητό μας, ειδικά αν το έχουμε
δαγκώσει πριν. Κι εγώ τη δάγκωσα τη σοκολάτα μου… αλλά μόνο από αυτή τη μεριά,
την πάνω. Αν τη δαγκώσεις εσύ από κάτω, δε θα πάθεις τίποτα - εκεί δεν την
ακούμπησα! Πάρ’ την, κύριε!»
Τα
μάτια του παιδιού ήταν τόσο χαρούμενα και τόσο πηγαία αθώα, που κάτι μέσα στο
Βασίλη ρίγησε και ράγισε. Ο μικρός του έσκασε ένα φωτεινό, λαμπερό χαμόγελο…
και ο Βασίλης χαμογέλασε κι αυτός.
Χαμογέλασε!
Έπειτα
από έντεκα ολόκληρα χρόνια… επιτέλους, χαμογέλασε. Όταν συνειδητοποίησε τι ακριβώς
του συνέβαινε, γέλασε πάλι - πιο αβίαστα αυτή τη φορά. Πήρε τη δαγκωμένη
σοκολάτα, καληνύχτισε, και ξεκίνησε για να παραδώσει το τρίτο του δέμα.
Έφτασε
σ΄ένα παλιό σπίτι, χαμηλό και αφρόντιστο. Κάποτε ήταν όμορφα βαμμένο, μα τώρα
το χρώμα είχε ξεφτίσει και σε μερικά σημεία οι σοβάδες έπεφταν από τους
τοίχους. Η λάμπα στο φως της εισόδου έλειπε. Χτύπησε στα σκοτεινά την παλιά
ξύλινη πόρτα, μα δεν του άνοιξε κανείς. Ξαναχτύπησε και άκουσε από μέσα κάτι
σαν βογκητό. Κι έπειτα, ακούστηκε υπόκωφα η τρεμουλιαστή φωνή μιας ηλικιωμένης
γυναίκας.
«Ποιος
είναι; Δεν μπορώ να σηκωθώ… Αν είσαι κλέφτης, ατύχησες – κάνε μεταβολή και
φύγε. Δεν έχω τίποτα να πάρεις. Αν ήρθες για παρέα, όμως, κόπιασε».
Ο
Βασίλης άνοιξε την παλιά πόρτα και μπήκε (αγέλαστος πάλι· οι παλιές, κακές
συνήθειες δεν κόβονται εύκολα). Βρήκε σε ένα μικρό δωμάτιο μια ξαπλωμένη
γυναίκα, κουκουλωμένη μες στα σκεπάσματα. Δίπλα της, ένα μικρό πορτατίφ έριχνε άτολμα
το χαμηλό του φως στους τοίχους.
«Γεια
σας, έχω ένα δέμα για σας», είπε και ξαφνικά ανατρίχιασε. Έκανε φοβερό κρύο στο
χώρο.
«Για
μένα, παιδάκι μου; Φάρσα θα σου έκαναν… Ποιος θα μου έστελνε εμένα κάτι; Τέλος
πάντων… δώσ’ μου να το δω».
Η
ηλικιωμένη το πήρε, έσκισε το καφέ χαρτί, είδε τι είχε μέσα, τον κοίταξε.
«Σου
το΄πα: φάρσα σου έκαναν, παιδάκι μου. Δεν έχει τίποτα μέσα. Κρίμα που μπήκες
στον κόπο…»
Ο
Βασίλης απόρησε, μπερδεύτηκε, δεν κατάλαβε. Θυμήθηκε τα λόγια της γυναίκας με
το γλυκό πρόσωπο: «Το τρίτο δέμα είναι ιδιαίτερο… γι΄αυτό κι εγώ θα αφήσω πάνω
σου τον τρόπο με τον οποίο θα το χειριστείς».
«Γιαγιά,
μάλλον μου έκαναν πλάκα» της είπε. «Μα μιας και ήρθα εδώ, θέλεις να σου κάνω
κάτι; Να σε βοηθήσω σε κάτι; Κάνει φοβερό κρύο εδώ μέσα… πώς κάθεσαι, πώς
αντέχεις; Μόνη σου μένεις;»
Η
γιαγιά του εξήγησε πως έμενε μόνη. Τα παιδιά της ήταν παντρεμένα και ζούσαν
μακριά, δεν μπορούσαν να έρχονται συχνά για να τη δουν. Και η ίδια, λόγω μιας
πάθησής της, είχε απομείνει σχεδόν κατάκοιτη.
«Τι
τα θες… η ζωή έχει τα δώρα της για όλους μας, παιδί μου. Εγώ έλαβα αρκετά
όμορφα δώρα από αυτήν, ήταν καιρός να λάβω και κανένα άσχημο. Δεν πειράζει.
Έρχονται μερικές γειτόνισσες από τη γειτονιά πού και πού, μου φέρνουν κανένα
πιάτο φαΐ, καθαρίζουν λιγάκι, ανάβουν τη σόμπα, μου κάνουν παρέα. Σήμερα όλη
μέρα δεν φάνηκε κανείς, αλλά εγώ ποτέ δεν απελπίζομαι. Ορίστε, νύχτωσε, δεν
περίμενα πια κανέναν – κι όμως, ο καλός Θεός μου έστειλε εσένα, είπαμε ένα
γεια… Όλα καλά, λοιπόν, κι αύριο έχει ο Θεός και πάλι».
Ο
Βασίλης τη λυπήθηκε. Η δουλειά που είχε έρθει να κάνει είχε γίνει, το δέμα είχε
δοθεί, μα δεν ήθελε να φύγει και να την αφήσει έτσι. Έφερε ξύλα, άναψε την
παλιά ξυλόσομπα και ο χώρος άρχισε να ζεσταίνει. Συγύρισε λίγο, έψαξε στο
ψυγείο. Περιείχε λίγα πράγματα, απλά, μπορούσε να της μαγειρέψει όμως κάτι με
αυτά. Ετοίμασε κάτι πρόχειρο, της το έφερε, τη βοήθησε να φάει.
Όσο
εκείνη έτρωγε, συζητούσαν. Η γυναίκα του έλεγε ιστορίες από τη νιότη της, από
τον συγχωρεμένο το σύζυγό της και από τη γνωριμία τους, πασπαλισμένες με άφθονη
δόση χιούμορ. Ο Βασίλης άκουγε με προσοχή τα λεγόμενά της και χαμογελούσε κάθε
τόσο, χωρίς καν να συνειδητοποιεί πως το έκανε. Του περιέγραψε τον πρώτο τους χορό·
εκείνος χόρευε αδέξια τότε, του είπε, και την είχε τσαλαπατήσει δεκάδες φορές
μέσα σ΄ένα βράδυ – κι ενώ θα έπρεπε να του έχει θυμώσει γι΄αυτό, εκείνη το
βρήκε τόσο χαριτωμένο, που τελικά τον ερωτεύτηκε…
Κάποια
στιγμή, του ζήτησε να φέρει το παλιό άλμπουμ με τις φωτογραφίες τους από το
συρτάρι. Κάθισαν στο χαμηλό κρεβάτι και τις είδαν μαζί.
Όταν
σηκώθηκε να φύγει, η ώρα ήταν αρκετά περασμένη. Έπρεπε να την αφήσει να
ξεκουραστεί.
«Να
σ’ έχει ο Θεός καλά, γιε μου», του είπε. «Χαίρομαι που σε έφερε ο δρόμος σου
εδώ… με φρόντισες, περάσαμε όμορφα. Σε ευχαριστώ. Αν και στην αρχή μου ήρθες
σοβαρός-σοβαρός, τελικά τα κατάφερα, σε έκανα να χαμογελάσεις. Είναι μια νίκη
κι αυτό… Απόψε θα κοιμηθώ ήσυχη, χαρούμενη. Και ζεστή!»
Ο
Βασίλης την καληνύχτισε και βγήκε από το σπίτι. Κοντοστάθηκε στα σκοτεινά, πλάι
στην παλιά, ξύλινη πόρτα και σκέφτηκε πως ένιωθε πλήρης. Και για πρώτη φορά,
χαρούμενος. Ήταν ένα περίεργο βράδυ, αλλά αισθανόταν όμορφα. Η γυναίκα με τα
κόκκινα μαλλιά και με το αγγελικό πρόσωπο είχε δίκιο· είχε μάθει πολλά.
Χαμογέλασε μες στη νύχτα, και…
…
ξύπνησε σε ένα δωμάτιο, άγνωστό του. Ήταν πρωί, το ηλιόφως που έμπαινε από το
μεγάλο παράθυρο τον τύφλωσε. Κοίταξε γύρω του και κατάλαβε πως βρισκόταν στο
δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Βόγκηξε.
«Μπίλη;
Ξύπνησες; Με κατατρόμαξες, μεγάλε! Πώς νιώθεις;» Ο αδελφός του πετάχτηκε από
την καρέκλα όπου καθόταν και στάθηκε όρθιος δίπλα από το κρεβάτι του.
Κοίταξε
πλάι του. Στο διπλανό κρεβάτι βρισκόταν η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά και το
γλυκό πρόσωπο, εμφανώς ταλαιπωρημένη.
«Εσύ;
Τι κάνεις εδώ; Πού είμαστε;»
Εκείνη
χαμογέλασε.
«Καλώς
ήρθες πίσω, αγαπητέ! Όσο για μένα, ήμουν εδώ πολύ πριν έρθεις εσύ…»
Ο
Βασίλης κοίταξε απορημένος τον αδελφό του.
«Μπίλη,
τράκαρες αγόρι μου. Σε χτύπησε ένα αυτοκίνητο την ώρα που πήγαινες εκείνη την
παραγγελία στην Ηροδότου – θυμάσαι; Δεν έφτασες ποτέ εκεί… σε φέρανε εδώ και με
ειδοποίησαν. Ευτυχώς δεν έπαθες κάτι σοβαρό· είσαι καλά, θα γίνεις καλά».
Ο
Βασίλης σκέφτηκε λίγο: τα τρία δέματα, οι τρεις διευθύνσεις, οι τρεις
παραλήπτες…
«Αδερφέ,
πάω στο κυλικείο, να σου φέρω κανέναν χυμό. Θέλεις; Είπαν ότι μπορείς να πιεις.
Έρχομαι».
Ο
Βασίλης έγνεψε «ναι». Το κεφάλι του πονούσε.
Μόλις
έφυγε από το δωμάτιο ο αδελφός του, ο Βασίλης στράφηκε και κοίταξε ερωτηματικά
τη γυναίκα με το γλυκό πρόσωπο.
«Είχες
ένα περίεργο βράδυ, Βασίλη», του είπε εκείνη χαμογελώντας. «Πολύτιμο, ελπίζω…
Τώρα ήρθε η ώρα να αξιοποιήσεις όσα έμαθες. Η μέρα είναι υπέροχη, φωτεινή. Μια
καλή μέρα για να ξεκινήσει κανείς από την αρχή, δε βρίσκεις;»
Εκείνος
σκέφτηκε για λίγο την απάντησή του. Μη βρίσκοντας καμιά κατάλληλη, σώπασε. Και
προτίμησε να χαμογελάσει.
«Έτσι σε θέλω!»
«Αναρωτιέμαι…»
της είπε έπειτα από λίγο. «Αν κατάφερνα τελικά να βρω χθες την Ηροδότου, θα
ερχόμουν πράγματι στο σπίτι σου;»
Τον
κοίταξε πονηρά. «Εσύ τι λες;» Του έκλεισε χαμογελώντας το μάτι, άλλαξε πλευρό
στο κρεβάτι της και ετοιμάστηκε να κοιμηθεί.
Ο
Βασίλης χαμογέλασε κι αυτός και κοίταξε το ταβάνι. Μέσα σε μια νύχτα - άγνωστο
πώς στους περισσότερους, αλλά γνωστό σ΄ εκείνον - είχε μάθει πώς να γελάει
ξανά, είχε μάθει τι σημαίνει να εμπιστεύεσαι κάποιον, είχε μάθει τι σημαίνει να
δίνεις και να παίρνεις χαρά.
Σκέφτηκε τα επόμενά του βήματα και χαμογέλασε
πάλι. Όταν ο αδελφός του επέστρεψε στο δωμάτιο, τον βρήκε να χαμογελά και του
φάνηκε απίστευτα περίεργο. Δεν είπε τίποτα, αλλά κατά βάθος θεώρησε πως είχε
γίνει θαύμα. Ο αδελφός του, αν και χτυπημένος, ήταν γαλήνιος και η σκοτεινιά
είχε φύγει εντελώς από το βλέμμα του.
Ένα
χρόνο μετά
Βγαίνοντας
από το νοσοκομείο ένα χρόνο πριν, ο Βασίλης είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις του
και ήξερε ποια ήθελε να είναι τα επόμενά του βήματα.
Πρώτα
από όλα αποφάσισε να ασχοληθεί περισσότερο με την μεγάλη του αγάπη, κι έτσι
ξεκίνησε μαθήματα μαγειρικής. Ήταν καλός, μα ήθελε να γίνει καλύτερος.
Στη
σχολή, οι καθηγητές και οι συμμαθητές του μιλούσαν γι΄αυτόν με τα καλύτερα
λόγια. Είχε μια καλή κουβέντα για όλους, ήταν ήρεμος, κι όταν μαγείρευε
χαμογελούσε και πάντα σιγοσφύριζε κάποιον αγαπημένο σκοπό.
Παράλληλα,
ο Βασίλης επικοινώνησε με ένα σύλλογο που βοηθούσε άπορα και ηλικιωμένα άτομα
και προσφέρθηκε εθελοντικά για βοήθεια. Όταν τον ρώτησαν τι θα μπορούσε να
κάνει, είχε ήδη έτοιμη την απάντηση: ήθελε να μαγειρεύει σε μεγάλες ποσότητες,
κι έπειτα να μοιράζει το φαγητό στους ανθρώπους που το είχαν ανάγκη. Όσοι είχαν
προβλήματα υγείας και δεν μπορούσαν να μετακινηθούν, θα τους το πήγαινε ο ίδιος
στο σπίτι τους με το μηχανάκι του, κάθε μέρα.
Οι
υπεύθυνοι θεώρησαν ότι ο Βασίλης ήταν κάτι σαν άγγελος σταλμένος από τον
ουρανό, και δέχτηκαν αμέσως.
Κι
έτσι, ο αγέλαστος άνθρωπος - που δεν ήταν αγέλαστος πια - καθημερινά μαγείρευε
νόστιμα φαγητά, χαμογελώντας και σφυρίζοντας αγαπημένους σκοπούς, και τα
μοίραζε σε δεκάδες ανθρώπους. Οι ηλικιωμένοι που δυσκολεύονταν να μετακινηθούν
τον περίμεναν καθημερινά στα σπίτια τους, να τους φέρει το φαγητό τους, να
πούνε ένα «γεια», να ανταλλάξουν δυο κουβέντες.
Για κείνον ακούγονταν πολλά, και πολλές φορές
οι άνθρωποι συζητούσαν γι΄αυτόν πίσω από την πλάτη του. Τα περισσότερα από όλα
αυτά, ήταν σίγουρα αλήθεια: δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος στη γειτονιά, ίσως και
στην πόλη ολόκληρη, ίσως και στη χώρα ολόκληρη, τόσο γελαστός, χαρούμενος και συμπονετικός,
όσο αυτός.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο "Αγέλαστος Άνθρωπος" συμμετέχει στο δρώμενο "Ιστορίες της Νύχτας #2", στο ιστολόγιο της Αριστέας (Η ζωή είναι Ωραία...)
Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας (και για τη θέλησή σας να φτάσετε ως εδώ!)
☺
シ
ΑπάντησηΔιαγραφήUm maravilhoso conto.
Três presentes: uma fotografia antiga, muito amada perdida e recuperada, um ursinho que a criança agradecida trocou por chocolate meio comido e uma caixa vazia que se encheu de solidariedade.
Receita para viver feliz!!!
Bom fim de semana com tudo de bom!!!
Beijinhos.
✿˚° ·.
That's right, Ines! That is the meaning...
ΔιαγραφήThank you very much for your kind words!
Enjoy your weekend, dear friend!
Hugs!
Έλλη μου ....
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοια μεγάλη ιστορία; Ήθελα κι άλλο!!!
Τη λάτρεψα!
Και ήθελα να είναι αληθινή.
Μπα.... αληθινή είναι! ;-)
Γιατί αν ξέρεις να γελάς ,να εμπιστεύεσαι κάποιον και να παίρνεις και να δίνεις χαρά, τότε πραγματικά ζεις!
Να'σαι καλά!
Πολύ σε ευχαριστώ μάτια μου ♥ Μα πάρα πολύ!
Εντάξει... ήταν μεγάλη, εξ΄ού και η προειδοποίηση!! 6 σελίδες word δεν τις λες και λίγες!
ΔιαγραφήΠολύ χαίρομαι που σου άρεσε και σε ευχαριστώ για την ευκαιρία να γράψω πάλι! Πάντα μου δίνεις καλό κίνητρο, να το ξέρεις!
Πολύ μου άρεσε αυτό που έγραψες, έχεις δίκιο, τότε ζεις. Ευτυχώς ο Μπίλης το κατάλαβε νωρίς και δεν έχασε άλλο πολύτιμο χρόνο!
Φιλάκια πολλά! ♥
Κύλησαν σαν νεράκι! ;-)
Διαγραφή(να ξαναφράψεις... έχεις μέρες.. Ξέρω πως είναι με την έμπνευση ..αλλά δεν το ζητώ εύκολα κι από παντού! Ξέρω εγώ που απευθύνω τα αιτήματά μου! ☺)
φιλάκια πολλά και γλυκά
Χαίρομαι που δεν ταλαιπώρησε η έκτασή της!
ΔιαγραφήΘα προσπαθήσω... με τιμάς που μου το ζητάς, έτσι όπως μου το ζητάς! ♥ Σε ευχαριστώ!
Φιλάκια πολλά κι από εμένα!
Ρε 'συ Έλληηηη... Από την πρώτη στιγμή που χαμογέλασε ο Βασίλης με το πιτσιρίκι, εγώ είχα πλαντάξει στο κλάμα... Πφφφφ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Ιστορία σου ήταν ΠΑΝΕΜΟΡΦΗ! Θα μπορούσα να διαβάσω κι άλλα τόσα, κι άλλα τόσα, κι άλλα τόσα...
Ανεκτίμητη αξία το χαμόγελο! Το πιστεύω πως ένα χαμόγελο μπορεί να αλλάξει την πορεία πολλών πραγμάτων...
Υποκλίνομαι και ειλικρινά ευχαριστώ πολύ για όλα τα συναισθήματα που μου... ανακίνησες, διαβάζοντας αυτό το υπέροχο κείμενο!
ΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΜΟΥΤΣ γλυκό και ακόμα... βουρκωμένο!
:))) Χάρηκα με τα λόγια σου... εγώ σε ευχαριστώ! Πολύ!
ΔιαγραφήΤο χαμόγελο, πράγματι, σώζει - ανθρώπους και καταστάσεις!
Φιλί και αγκαλίτσα!
Τι νύχτα κι αυτή!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόσο ανθρώπινη και συγκινητική η ιστορία σου Έλλη μου!
Τόσο καλογραμμένη που τη διάβασα με κομμένη ανάσα.
Συγχαρητήρια απ' την καρδιά μου!
Νύχτα περίεργη...
ΔιαγραφήΟ Βασίλης χρειαζόταν ένα κλικ. Και, παρόλο που τη νύχτα σπανίως βλέπουμε καλά, ο Βασίλης ήταν τυχερός - κατάφερε και είδε...
Σε ευχαριστώ πολύ, Μαρία μου! Φιλιά!
Α! υιοθετημένο μου δεν έχω χρόνο να την διαβάσω μπήκα στην διαδικασία Βαπτισης τη μικρούλας μας και είμαι στο ψάξιμο ακόμη.... κολυμπώ στο άγχος να προλάβω ημερομηνίες ετσι σου στέλνω ενα φιλάκι συγνώμης και είμαι σίγουρη πως ότι γράφεις (και ότι κάνεις ) είναι πάντα πολύ φροντισμένο ενημερωμένο δυνατό και πολύ γλυκό!!! Φιλάκια πολλά πολλά
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε το καλό, Έφη μου!
ΔιαγραφήΜην απολογείσαι για τίποτα!
Σε ευχαριστώ πολύ που παρ΄όλο το άγχος, τις δουλειές και το τρέξιμο, ξέκλεψες χρόνο για χάρη μου και μου άφησες αυτό το γλυκό σχόλιο.
Φιλάκια κι από εμένα!
Άνθρωπος που ξέρει να γράφει, έχει διαβάσει κιόλας. Κι εσύ, μολονότι η ιδέα μού θύμισε γρήγορα τη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Ντίκενς (με ένα touch από την ταινία Up της Disney), ξέρεις να γράφεις. Η ιστορία σου διαβαζόταν σαν νεράκι, η γραφή σου ήταν δουλεμένη, τελείωσες σχεδόν επαγγελματικά, συνδέοντας άψογα με την αρχή της αφήγησης. Δε λέω εύκολα καλά λόγια, αλλά κέρδισες αυστηρή αναγνώστρια. (Και, ως προς την ουσία της υπόθεσης: πραγματικά, μια από τις μεγαλύτερες πηγές χαράς και ικανοποίησης είναι η προσφορά στους άλλους... Τι κρίμα που οι περισσότεροι άνθρωποι δε μπορούν να το φανταστούν!) Λοιπόν, να μη μακρηγορώ. Τα συγχαρητήριά μου. :-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε καλωσορίζω στην παρέα και σε ευχαριστώ πολύ για το σχόλιό σου!
ΔιαγραφήΕκτιμώ την (εποικοδομητική) κριτική σου, και ειδικά τις αναφορές σου σχετικά με το πού κινήθηκα σωστά και πού όχι, γράφοντας το κείμενο. Αυτή η γνώση μου είναι πολύτιμη, γιατί με βοηθάει να αξιολογήσω τον εαυτό μου πιο αντικειμενικά, ώστε να προχωρήσω ένα βήμα παραπάνω την επόμενη φορά, ή να διορθώσω τα τυχόν λάθη μου.
Είναι χαρά και τιμή μου που κατάφερα να κερδίσω όχι μια αυστηρή, όπως λες, αλλά μια συνειδητοποιημένη αναγνώστρια.
Αν και ήρθες για πρώτη φορά εδώ και δεν γνωριζόμαστε, κατάφερες να με ψυχολογήσεις καλά! Πράγματι, διαβάζω πολύ - αγαπώ τα βιβλία, δεν μπορώ (ούτε θέλω!) να φανταστώ τον κόσμο χωρίς αυτά.
Όσον αφορά το νόημα του κειμένου, δεν έχω κάτι περισσότερο να προσθέσω... τα λόγια σου ήταν to the point!
Να είσαι καλά! :)
Το διάβασα μονορούφι Συγκινητικό, Υπέροχο
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ-πολύ! :)
ΔιαγραφήΔεν έχω λόγια.. Μόνο βαθιά συγκίνηση!! Κάποτε είχα γράψει για έναν ηλικιωμένο που δεν χαμογελούσε.. Οι ήρωές μας πρέπει να συναντηθούν..! ;) Την αγάπη μου σε φιλώ
ΑπάντησηΔιαγραφήΩ, αλήθεια; Το έχεις δημοσιεύσει στο ιστολόγιο;
ΔιαγραφήΠρέπει να συναντηθούν οι ήρωές μας, όντως!!! Φαίνεται πως ταιριάζουν, ή συμπληρώνουν συχνά ο ένας τον άλλο... Να το οργανώσουμε! :))
Σε ευχαριστώ πολύ, Κατερινάκι μου! Φιλάκια πολλά! ♥
το καλυτερο δωρο γενεθλιων !!!!!!!! πραγματικα υπεροχο ...πραγματικα συγκινητικο....πραγματικα αληθινο ! χαιρομαι που το διαβασα και θυμηθηκα οτι οταν σε διαβαζω ...νιωθω !!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύχρονη, Γεωργία μου! Να είσαι ευτυχισμένη και γερή και να σε χαιρόμαστε!
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ τόσο πολύ που πέρασες και για το όμορφο σχόλιό σου!
Με ενδιαφέρον και συνεχείς ανατροπές η ιστορία σου
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο Έλλη μου ...
Καλή Κυριακή
Σε ευχαριστώ πολύ, Ελένη μου!
ΔιαγραφήΦιλιά και καλή εβδομάδα να έχεις!
Πρωτη φορα στο μπλογκ σου εξαιτιας των ιστοριων της νυχτας και διαβαζω ενα ακομη υπεροχο διηγημα! Μπραβο και παλι μπραβο..δυνατη ιστορια και με ανατροπη που με εξεπληξε - κοιτα να δεις τι πρεπει να μας συμβει για να δουμε τη ζωη μας με ενα αλλο ματι..χαιρομαι που ο ηρωας της ιστοριας εβαλε στην καθημερινοτητα του οτι πραγματικα αγαπουσε - την καλημερα μου :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλώς ήρθες στην παρέα και σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια!
ΔιαγραφήΚι εγώ χαίρομαι που το έκανε αυτό ο ήρωας. Ήταν η πιο σωστή επιλογή. Ελευθερώθηκε... Είμαι σίγουρη ότι θα είναι πολύ καλύτερα τώρα, και πως θα συνεχίζει να χαμογελάει.
Να είσαι καλά, καλή σου εβδομάδα!
Το χαμόγελο είναι υγεία Έλλη μου και εσύ με το γραπτό σου το απόδειξες αυτό με τον πιο ομορφο τρόπο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥγεία και ευτυχία μαζί...
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ, Κατερίνα! :)
Καμια φορα Ελλη μου αλλάζουμε απόψεις απο κάποια γεγονοτα που συμβαίνουν στην ζωή..το αποδηκνύει ο ήρωας της ιστοριας σου που ξαναέβαλε το χαμογελο στην ζωή του.. και εγινε χαρουμενος και ευτυχισμενους. μου άρεσε που η ιστορία σου είχε ομορφο τελος..διαβαστηκε σαν νερακι..!!!! να περνας ομορφα και να έχεις ομορφες οπως αυτην εμπνεύσεις μικρή μου...καλη εβδομαδα .. φιλακιααααα!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, η ζωή και τα "δώρα" της μας καθορίζουν, μας φτιάχνουν αυτό που είμαστε.
ΔιαγραφήΜερικές φορές, όταν βρισκόμαστε σε αδιέξοδο, η βοήθεια κάποιου που θα μας ανοίξει τα μάτια και θα μας δείξει το δρόμο μπορεί να είναι πολύτιμη... αρκεί να τον αφήσουμε, να τον εμπιστευτούμε.
Χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία και σε ευχαριστώ για το σχόλιό σου, Ρούλα μου!
Φιλιά πολλά.
Έλλη μου τι όμορφη ιστορία είναι αυτή, τρυφερή, συγκινητική και διδακτική συγχρόνως.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαβάζεται μονορούφι.
Φιλάκια και καλή εβδομάδα!
Χαίρομαι που σου άρεσε!
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ, Ελένη μου!
Καλό υπόλοιπο εβδομάδας!
Φιλιά πολλά!
Διάβασα χθες την ιστορία σου Ελλη μου , γράφω το σχόλιο μου και ως δια μαγείας εξαφανίστηκε !!! Κουρασμένη και νυσταγμένη έκλεισα και έρχομαι πάλι να σχολιάσω
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ιστορία σου μου αρέσει γιατί θίγει τον ανθρώπινο πόνο που πολλοί ούτε καν βλέπουμε , όταν ένας μόνο άνθρωπος σκύψει να δει την πονεμένη ψυχή τότε γίνονται μικρά θαύματα !!! Σε φιλώ γλυκά
Αχ,άτιμε μπλόγκερ, που εξαφανίζεις τα σχόλια των φίλων μου... τι θα κάνω μ΄εσένα;
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ που ξαναπέρασες για να μου γράψεις πάλι, Νικόλ μου!
Στη σημερινή εποχή προσπερνάμε εύκολα, αυτό είναι γεγονός. Δεν θέλουμε να βλέπουμε, δεν θέλουμε να ακούμε... δε θέλουμε να χαλάμε τη ζαχαρένια μας, που λέει και το ρητό. Κι όμως, μερικές φορές λίγος χρόνος, λίγη προσοχή που θα αφιερώσουμε σε κάποιον, αρκούν για να κάνουν θαύματα και να του αλλάξουν τη ζωή.
Φιλιά πολλά σου στέλνω! Να είσαι καλά!
Ειλικρινά δεν έχω λόγια! Μια απίστευτα όμορφη ιστορία που την διαβάζεις χωρίς ανάσα. Να σαι καλά! Φιλιά πολλά και καλή εβδομάδα σου εύχομαι με πολλά πολλά χαμόγελα! :)
ΑπάντησηΔιαγραφή:))
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ-πολύ!
Καλό υπόλοιπο εβδομάδας να έχεις, φιλιά πολλά!
Καλημέρα Έλλη.Η ιστορία σου πολύ όμορφα τοποθετημένη στο χρόνο, θέλει να μας διδάξει ότι, ΄το πρώτο χέρι που μπορεί να μας βοηθήσει σε κάθε μας πρόβλημα είναι το δικό μας. Με εργαλεία τους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω μας. Οι αποφάσεις δικές μας και τα εργαλεία για να βρεθούν πάλι δικό μας έργο είναι. Το λέω λίγο ωμά, όμως έτσι είναι. Οι ανθρώπινες υπάρξεις του περίγυρού μας είναι πάντα τα εργαλεία που μας βοηθούν σε κάθε μας βήμα. Γιαυτό είπα κάποτε, ότι η δική μας ευτυχία περνάει πάντα μέσα από το σπίτι του διπλανού μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήνάσαι καλά και να μας δίνεις την ομορφιά των περιγραφών σου, που τυλίγουν ανθρώπινα συναισθήματα.
Καλησπέρα, Δημήτρη!
ΔιαγραφήΈχεις απόλυτο δίκιο... τίποτε δεν μπορεί να γίνει και για τίποτα, αν πρώτα δε βρούμε τη δύναμη εμείς να το επιτρέψουμε να συμβεί. Και καμιά βοήθεια δεν μπορεί να αποδώσει καρπούς, αν πρώτα εμείς δεν τη ζητήσουμε και δεν τη δεχθούμε...
Τα λόγια που είπες κάποτε είναι πολύ σοφά!
Να είσαι καλά και εσύ και σε ευχαριστώ πολύ για το πέρασμα και το σχόλιό σου!
Ότι και να πω, είναι λίγο Έλλη μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου αρέσουν αυτές οι ήρεμες ιστορίες κι ας κλαίω.
Το κλάμα σε ανακουφίζει, όπως και το χαμόγελο.
Να είσαι καλά.
Φιλάκια πολλά.
Έχεις δίκιο! Όταν εξωτερικεύουμε οποιοδήποτε συναίσθημα, το αποτέλεσμα είναι ανακουφιστικό.
ΔιαγραφήΚαι τους ανθρώπους που μπορούν να εξωτερικεύουν, να εκφράζονται και να μοιράζονται, ποτέ δεν τους φοβήθηκα. Αντίθετα, μπαίνουν μες στην καρδιά μου!
Χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία!
Φιλιά πολλά!
Δεν κούρασες καθόλου Ελλη μου!! Ερεε η ιστορία σου!! Κι όλο ήθελα να πάω παρακάτω να δω τι γίνεται!! Σίγουρα θα υπάρχουν Βασίληδες εκεί έξω κι άλλοι!! Πρώτα κάτι θα έτυχε, και μετά θα άλλαξαν γιατί πάλι κάτι έτυχε!! Ομως αυτή την φορά , την δεύτερη , η αλλαγή θα ναι κι η μεταμόρφωσή τους σε αυτό που χρόνια εγκλωβίζουν μέσα τους!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣπουδαίο το μήνυμα της ιστορίας σου!! Να σαι καλά Ελλη μου!! φιλάκια και καλή σου βδομάδα!!
Χαίρομαι που δεν σε κούρασε η έκτασή της! Δε σου κρύβω ότι το σκεφτόμουν στην αρχή... συνήθως στα ιστολόγια δεν γράφουμε τόσο μεγάλα κείμενα. Από την άλλη, μισώ τα κόψε-ράψε όταν γράφω· νομίζω ότι το αποτέλεσμα που προκύπτει υστερεί σε σχέση με ό,τι είχα αρχικά στο κεφάλι μου και παραγίνεται στακάτο.
ΔιαγραφήΝαι, σίγουρα υπάρχουν πολλοί Βασίληδες εκεί έξω. Αυτό που εύχομαι μέσα από την ιστορία μου, είναι να βρεθεί και γι΄αυτούς μία (ένας, δεν έχει σημασία) με αγγελικό πρόσωπο και καλοσυνάτη ψυχή, να τους ακούσει, να τους πάρει από το χέρι και να τους βοηθήσει να επιστρέψουν στο δρόμο τους.
Φιλάκια πολλά κι από εμένα, Μαριλένα μου, και σε ευχαριστώ!
Όμορφη ανάρτηση
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλάκια ...
Σε ευχαριστώ! Φιλιά!
ΔιαγραφήΜεγάλη ήταν η ιστορία σου Έλλη μου,ψέματα θα λέμε τώρα,αλλά αφού με έκανες να χαμογελάσω στο τέλος παρέα με τον Βασίλη,χαλάλι σου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντως αν σου τύχει και άλλος αγέλαστος στείλτον από δω καμάρι μου!
Δεν σκοπεύω να κάνω πολλά πράγματα παρά μόνο να του δείξω το προεκλογικό video του Άδωνι!χα,χα,χα,α,χα,χα,
Μόνο που το γράφω γελάω!
Ε δεν μπορεί!Θα γελάσει και ο κάθε…..αγέλαστος!
Καρατσεκαρισμένο!
Τις φιλούρες μου
Χεχε... θα το έχω υπόψη μου!!
Διαγραφή:)))
Χαίρομαι που σε έκανα να χαμογελάσεις. Και χαίρομαι επίσης που τη διάβασες ως το τέλος!
Φιλιά πολλά!
Ξεκινησα να διαβάζω γρήγορα ώσπου με συνεπήρε η ιστορία σου και την απόλαυσα μέχρι την τελευταία της λέξη!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ συγκινητική!!!!!!
Φιλάκια πολλά!!!!
Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε!
ΔιαγραφήΦιλιά κι από εμένα, Ρένα μου!
Μέσα από την ιστορία σου Έλλη μου, άγγιξες με ευφυή τρόπο την ανθρώπινη ψυχή και τον απεγκλωβισμό της από την εσωστρέφια και την καταπίεση. Το έδωσες με ευφάνταστο "χάδι" γραφής, με συγκινησιακή πλοκή
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι με έμφαση στο νόημα της ζωής. Μου άρεσε πολύ και σε θαύμασα περισσότερο! Γίνεσαι τροφός σκέψης με ανθηρά Έλλη μου! Να είσαι καλά και να μην εκλείψει το χαμόγελο ποτέ απ' τη ζωή σου!
Να έχεις ένα όμορφο βραδάκι!
Φιλιά πολλά με μια μεγάλη, ζεστή αγκαλιά! ❤️
...με ανθηρά συναισθήματα, ήθελα να πω, αλλά ....
ΑπάντησηΔιαγραφήΈδρασε ο δαίμων του πληκτρολογίου, ε; Μη μου στενοχωριέσαι - κατάλαβα τι εννοούσες από τα συμφραζόμενα!
ΔιαγραφήΣτέλνω κι εγώ μια αγκαλιά και σε ευχαριστώ πολύ-πολύ για το υπέροχο σχόλιό σου και για τα καλά σου λόγια!
Χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία που διάβασες.
Να είσαι καλά και εσύ, Κατερίνα μου, πάντα με χαμόγελο και έμπνευση!
Φιλιά πολλά! ♥
Την "κατάπια" την ιστορία σου, Ελλη μου!!!! Τόσο ανθρώπινη, τόσο αληθινή, υπέροχα χαμογελαστή!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα'σαι καλά, κορίτσι μου!!! Πάντα με τόση ομορφιά , πάντα με καρδιά και ψυχή να γράφεις !! Φιλάκια, και καλό Σαββατοκύριακο!!
Σε ευχαριστώ, Πέπη μου! Χαίρομαι που απόλαυσες την ανάγνωσή της.
ΔιαγραφήΝα είσαι κι εσύ καλά! Σε φιλώ, καλή εβδομάδα να έχεις!
Έλλη μου σου το έχω ξανά πει, έκτος από τις δημιουργίες σου που είναι υπέροχες, η γραφή σου είναι εξαιρετική. Μπορεί να ήταν μεγάλης έκτασης η ιστορία σου αλλά δεν με κούρασε ίσα-ίσα που με συνεπήρε. Πολύ συγκινητική και ιδιαίτερη η ιστορία σου! Μπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή Κυριακή! Φιλιά!
Ω... σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά σου λόγια και για την εμψύχωση! Χαίρομαι που σου άρεσε και που σε ταξίδεψε.
ΔιαγραφήΑυτό με την έκταση είναι ένα θέμα, μιας και δημοσιεύεται στο ιστολόγιο. Το συζήτησα και πιο πάνω.
Δεν βοηθάει το μέσο, το ξέρω, γιατί ο αναγνώστης αναγκάζεται να υποστεί ένα άνευ τέλους σκρολάρισμα.
Από τη μία θέλω να σεβαστώ το χρόνο σας, να μην σας κουράσω, κι από την άλλη σέβομαι και τους ήρωές μου. Δοκίμασα (κυρίως μέσω διαγωνισμών όπως το "Παίζοντας με τις Λέξεις") να γράφω κείμενα ελεγχόμενης και μικρότερης έκτασης, αλλά δεν το ευχαριστήθηκα τόσο. Κάτι έλειπε... Είναι αδύνατο οι ήρωες να μπορέσουν να αφηγηθούν την ιστορία τους μέσα σε λίγες μόνο παραγράφους, κι είναι αδύνατο επίσης για εσάς, τους αναγνώστες, να τους γνωρίσετε όπως είναι κι όπως πρέπει.
Μέση λύση εδώ δεν υπάρχει... ή τουλάχιστον, δεν τη βρήκα εγώ! Έτσι, άφησα τα πράγματα να εξελιχθούν και έβαλα απλά την προειδοποίηση στην αρχή.
Να είσαι καλά, φιλιά κι από εμένα!
Τι και αν ήταν μεγάλη η ιστορία σου όπως προείπες! Ήταν άκρως συγκινητική και δε με κούρασε ούτε ένα λεπτό..Αληθινή, γεμάτη ζεστασιά και ανθρωπιά.. φιλιά πολλά
ΑπάντησηΔιαγραφήΕύη μου, σε ευχαριστώ πολύ! Τα λόγια σας μου δίνουν δύναμη και θέληση να συνεχίζω... πραγματικά με εμψυχώνετε!
ΔιαγραφήΦιλιά πολλά κι από εμένα!
εννοείται και θα συνεχίζεις!!! :) είμαι μαζί σου!!! φιλάκια!
Διαγραφή:* ♥
ΔιαγραφήΕξαιρετικη γραφη να σαι καλα κοριτσακι!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εσύ να είσαι καλά! Σε ευχαριστώ!
ΔιαγραφήΈλλη μου, "ρούφηξα" την ιστορία σου, ενδιαφέρουσα και συγκινητική!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓράφεις πολύ όμορφα και έχεις πλούσια φαντασία!
Πολλά φιλάκια
Σε ευχαριστώ πολύ, Μάγδα!
ΔιαγραφήΌντως, η φαντασία μου οργιάζει... μονίμως.
Φιλιά πολλά!
Μεγάλη η ιστορία πραγματικά, αλλά όχι μόνο σε έκταση!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜεγάλη σε όλα της!!
Μπράβο Έλλη!!!