Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Ξύλινες δημιουργίες για το Bazaar στην Κοζάνη (Φθινόπωρο 2014)

  Φέτος τον Οκτώβριο, η Αννιώ μας και η Δράση Ελληνίδων Bloggers διοργανώνουν στην Κοζάνη ένα φιλανθρωπικό Bazaar με θέμα το ξύλο. Σκοπός είναι, με τις ξύλινες δημιουργίες που θα συγκεντρωθούν, να ενισχυθεί η Αστική, μη Κερδοσκοπική Εταιρία "Κέντρο  Επαγγελματικής Κατάρτισης  Και  Αποκατάστασης Ατόμων με Αναπηρία Περιφερειακής Ενότητας Κοζάνης" (ΚΕΚΑ ΑΜΕΑ Π.Ε. Κοζάνης). 





  Όπως μας πληροφορεί και στην πρόσκλησή της η Αννιώ εδώ, το Κέντρο φιλοξενεί 34 ενήλικες, εκπαιδεύοντάς τους για ένα καλύτερο αύριο και για μια καλύτερη ζωή.

 Πιο συγκεκριμένα (μεταφέρω αυτολεξεί από τη σελίδα της Δράσης Ελληνίδων Bloggers για το bazaar):

 "Στο Ειδικό Εργαστήρι απασχολούνται άτομα με νοητική καθυστέρηση, κινητική αναπηρία, σύνδρομο Down, αυτισμό και μυοσκελετικές διαταραχές ηλικίας 22-55 ετών.

  Σκοποί λειτουργίας του ΚΕΚΑ ΑΜΕΑ Κοζάνης είναι:

*Η εκπαιδευτική δυνατότητα και επαγγελματική κατάρτιση.
*Η αποκατάσταση των κινητικών, νοητικών, ψυχικών και κοινωνικών λειτουργιών.
*Η εργασιακή αποκατάσταση.
*Η κοινωνική ενσωμάτωση.
*Η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης".


 Χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου και στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου μαθήματος, τοποθετήθηκα σε ένα αντίστοιχο κέντρο για χρονικό διάστημα περίπου 1 μήνα. Η εμπειρία μου εκεί ήταν εμπειρία ζωής. 
  Θα μου πείτε, "Πώς το λες αυτό, ενώ ήσουν εκεί για ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα;" Θα σας απαντήσω πως τα περισσότερα "μαθήματα" τα έλαβα από την πρώτη κιόλας μέρα, και μάλιστα, όλα μαζεμένα. Εκείνο το μήνα παρατήρησα, κατάλαβα, συζήτησα, διδάχθηκα πολλά, δημιούργησα αντικείμενα από κοινού με τους εκπαιδευόμενους (τα οποία μου χάρισαν τελικά ως ενθύμιο και τα κοιτώ πάντα με νοσταλγία και αγάπη), συνεργάστηκα μαζί τους και με το προσωπικό και έμαθα να βλέπω τα πράγματα και μέσα από μια άλλη οπτική - τη δική τους οπτική. 
  Θα μπορούσα να πω πολλά, να μοιραστώ πολλά, αλλά δεν έχει και τόση σημασία να το κάνω αυτό - σημασία τώρα έχει να προσφέρω, έστω και από μακριά, λίγη βοήθεια με τον τρόπο μου. 

  "Όλοι μαζί μπορούμε", λοιπόν... Και οι δύο δημιουργίες που ακολουθούν είναι το δικό μου, μικρό λιθαράκι στη γενικότερη προσπάθεια:



Τρισδιάστατος πίνακας 
(Ζωγραφική και διακόσμηση σε ξύλινο συρτάρι, με επιρροές 
από τον αγαπημένο μου πίνακα του Βαν Γκογκ "Έναστρη νύχτα")
Ακρυλικά, glitter, relief, πηλός, θαλασσόξυλο, ξύλο και σχοινί (για την κούνια), 
πάστα διαμόρφωσης, βερνίκι. Διαστάσεις: 31.5 x 21.5 x 8 εκ. περίπου.




Ξύλινα σκουλαρίκια "Woman in Red"
Ζωγραφική και decoupage με χαρτί δικής μου εκτύπωσης. 
Pearl pen, glitter, μεταλλικό αστέρι, νήμα, φυσικό κοράλλι σε chips 


   
  Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερες πληροφορίες και να δείτε τα έργα που έχουν συγκεντρωθεί μέχρι στιγμής για το bazaar, στη σελίδα της Δράσης Ελληνίδων Bloggers, εδώ (η σελίδα ανανεώνεται, καθώς προστίθενται συνεχώς νέα έργα). 

  Τα δικά μου έργα ταξιδεύουν ήδη από σήμερα για τον προορισμό τους. Να είναι λοιπόν καλοτάξιδα και εύχομαι, μέσα από την καρδιά μου, κάθε επιτυχία στο bazaar


UPDATE (27/10/2014):

  Όπως πληροφορήθηκα μόλις από το ιστολόγιο της Αννιώς, υπήρξαν κάποια σοβαρά προβλήματα σχετικά με τη διεξαγωγή του bazaar, τα οποία επέφεραν ορισμένες αλλαγές. Καταρχήν υπήρξαν προβλήματα με το χώρο (ευτυχώς λύθηκαν), το πιο σημαντικό όμως ήταν πως η νομική μορφή που έχει πάρει το Ειδικό Εργαστήρι δεν του επιτρέπει να εκδίδει αποδείξεις, κάτι το οποίο είναι απαραίτητο και αδιαπραγμάτευτο για τις εκθέσεις που διοργανώνει η Δράση Ελληνίδων Bloggers. Έτσι, η Αννιώ αναγκαστικά ήρθε σε επαφή με άλλο Σύλλογο της περιοχής, δηλώνοντας την πρόθεσή μας να βοηθήσουμε.

 Το Bazaar λοιπόν θα γίνει το Νοέμβριο του 2014 (7,8 και 9/11/2014), με σκοπό να ενισχύσει το Σύλλογο Γονέων Κηδεμόνων και Φίλων Ατόμων με Αυτισμό Νομού Κοζάνης. Παραθέτω και την αφίσα μας:



 Μεταφέρω και πάλι αυτολεξεί τις πληροφορίες σχετικά με το Σύλλογο, από τη σελίδα της Δράσης Ελληνίδων Bloggers:


 "Ο Σύλλογος Γονέων Κηδεμόνων και Φίλων Ατόμων με Αυτισμό Νομού Κοζάνης, ιδρύθηκε το 2006 κι έχει στην αγκαλιά του 30 παιδιά. Παιδιά από 6 ετών που έχουν διαγνωστεί με αυτισμό και τα περισσότερα από αυτά, δεν είναι λειτουργικά. 

 Η δράση του Συλλόγου είναι αξιοσημείωτη. Έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα Κέντρο Δημιουργικής Απασχόλησης (ΚΔΑΠμεΑ) και το έχουν επανδρώσει με 12 επιστήμονες για να φροντίζουν, να βοηθούν και να εκπαιδεύουν τα παιδιά τους.

 Πολύ τακτικά, διοργανώνουν Επιστημονικές Ημερίδες με σκοπό την ενημέρωση και την  εκπαίδευση των γονέων και κηδεμόνων. 

 Στόχος και όνειρο  από την γέννηση του Συλλόγου, ήταν να δημιουργηθεί ένα κέντρο ημερήσιας φροντίδας αλλά κι ένας ξενώνας για τα παιδιά με αυτισμό, κάτι που με πολύ κόπο έχουν  καταφέρει με την υποστήριξη του Δήμου, μιας που οι κτιριακές εγκαταστάσεις θα παραδοθούν στις αρχές της άνοιξης. 

 ΄Ολα όσα έχουν καταφέρει έως σήμερα, απαιτούσαν πολύ προσωπική εργασία, χορηγίες και διαρκή ενημέρωση για τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης. 

 Συνεχίζουν τη δράση τους με στόχο να ενημερώσουν, να βοηθήσουν και να αγκαλιάσουν κι άλλες οικογένειες που έχουν παιδιά με αυτισμό. 

 Συνεχίζουν και θα συνεχίζουν τον αγώνα τους με σκοπό πάντα, το καλό των παιδιών τους".


Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

Βαρέθηκες τα γυαλιά ηλίου σου; Διακόσμησέ τα!

 Χωρίς γυαλιά ηλίου δεν πάω πουθενά, χειμώνα-καλοκαίρι. Τα προτιμώ μεγάλα και σκουρόχρωμα: το άμεσο, έντονο ηλιόφως με ενοχλεί, με κάνει να μισοκλείνω συνεχώς τα μάτια κι έτσι, δημιουργούνται ρυτιδούλες πριν την ώρα τους και επίσης, πονοκέφαλοι. Κι επειδή δε θέλω να έχω ούτε το ένα, ούτε το άλλο, τα γυαλιά ηλίου μου τα φορώ ολημερίς. 

  Με λίγα λόγια, το παραδέχομαι: έχω μανία μαζί τους! Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να έχω παραπάνω από ένα ζευγάρια: 

→ ένα βασικό, το οποίο το έχω 7-8 χρόνια και είναι all time classic (αλλά εμένα μου φέρνει στο νου μηχανόβιους και ροκάδικες καταστάσεις και το λατρεύω). Το χρησιμοποιώ περισσότερο από όλα τα άλλα, και ειδικά στην οδήγηση, γιατί έχει τους βαθμούς μου (κάποια εδώ πέρα έχει λιγουλάκι αστιγματισμό...) 
→ ένα για τη συννεφιά (μη γελάτε, φοράω γυαλιά ηλίου ακόμη κι όταν έχει συννεφιά, αλλά όχι με πολύ σκουρόχρωμους φακούς, μη σκοντάψουμε και σκοτωθούμε κιόλας!!) 
→ κάποια χρωματιστά (αυτά χωρίς κάποιο άλλο ιδιαίτερο λόγο, πέρα από το ότι μου φτιάχνουν τη διάθεση)
→ και ένα άσπρο. Ξέξασπρο, κι από τον ήλιο ξεξασπρότερο.

  Μη με περάσετε για κροίσο: πέρα από το βασικό μου ζευγάρι, όλα τα άλλα δεν μου κόστισαν και πολλά χρήματα. Ειδικά το άσπρο, το οποίο και θα μας απασχολήσει σήμερα, ανήκει στην πασίγνωστη μάρκα των... Περιπτερέιμπαν (!)  

  Που λέτε, λοιπόν, το άσπρο το είχα αγοράσει όταν πρωτοήρθαν στη μόδα τα άσπρα γυαλιά ηλίου (και μπορούσες εύκολα να βρεις, γιατί παλιότερα...) Δεν υπολόγισα όμως το γεγονός πως το καλοκαίρι αλλάζω χρώμα δέρματος (τείνω προς Αφρική μεριά...) και το άσπρο έδειχνε πάνω μου σαν τη μύγα μες στο γάλα (ή καλύτερα, σαν την άσπρη πεταλούδα μες στο σοκολατούχο γάλα). Τέλος πάντων, για κάποια χρόνια το παρόπλισα, για να μην τρομάζω και τον κόσμο.

  Και ένα ωραίο πρωί, αποφάσισα να το πιάσω στα χέρια μου και να του αλλάξω (ελαφρώς) τα φώτα. Μπας και το φορέσω, δηλαδή... και αντί να κάνω τους άλλους να τρομάζουν με την αντίθεση μαύρου-άσπρου, να τους κάνω να κοιτούν τα γυαλιά (και να παραβλέπουν εμένα, το μελανούρι, και τη μεταξύ μας διαφορά ).

  Να πώς ήταν τα (άσπρα, ξέξασπρα κι από τον ήλιο ξεξασπρότερα) γυαλιά ηλίου μου αρχικά, πριν τα πιάσω στα χέρια μου... 




... Και να πώς είναι τώρα:




   Τι τους έκανα; Decoupage, με χαρτί δικής μου εκτύπωσης! 

Γιατί δηλαδή να μπορούμε να κάνουμε ντεκουπάζ πάνω στα μύρια όσα 
(συμπεριλαμβανομένων και των θηκών των γυαλιών μας) και όχι και
πάνω στα  ί δ ι α  τα γυαλιά μας; Ε; Ε;


   Αν θέλετε να το κάνετε και εσείς, μοτίβα θα βρείτε χιλιάδες στο διαδίκτυο. Εγώ προτίμησα ένα σκοτεινό φλοράλ, αλλά οι δυνατότητες είναι απεριόριστες: μπορείτε να βρείτε ριγέ, έθνικ, τύπου εφημερίδας ή κινέζικης πορσελάνης... κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Απλώς κάντε μια αναζήτηση με το λήμμα "patterns".

  Ό,τι σας αρέσει, τυπώστε το. Αν το μοτίβο είναι πολύ μεγάλο, ίσως θα πρέπει να το σμικρύνετε πριν την εκτύπωση, ώστε να χωράει ικανοποιητικά στο βραχίονα, χωρίς να χάνεται το θέμα του. 

  Σε ένα καθαρό χαρτί, κάντε το περίγραμμα του βραχίονα του σκελετού σας και κόψτε το. Καλό είναι οι βραχίονες να έχουν κάποιο φάρδος (όπως στα δικά μου γυαλιά) για να έχετε περισσότερη επιφάνεια να δουλέψετε και να στολίσετε. Αν αισθάνεστε σίγουροι πως μπορείτε να τους ξεβιδώσετε με ασφάλεια (και έχετε το ανάλογο εργαλείο), κάντε το. Εγώ δεν χρειάστηκε να το κάνω, γιατί κατάφερα να βγάλω εύκολα το περίγραμμα από την αρχή.

 Ελέγξτε το περίγραμμα που κόψατε και κάντε διορθώσεις, αν χρειάζεται, ώστε να εφαρμόζει ακριβώς πάνω στον βραχίονα. 

 Χρησιμοποιήστε το κομμάτι που κόψατε σαν οδηγό και σχεδιάστε με αυτό το περίγραμμα επάνω στο μοτίβο αυτή τη φορά, εις διπλούν, ένα δηλαδή για κάθε βραχίονα. Κόψτε.


 Κολλήστε επάνω στους βραχίονες με προσοχή, χρησιμοποιώντας τις ειδικές κόλλες για ντεκουπάζ. Αν τα γυαλιά σας έχουν διακοσμητικά - όπως τα δικά μου που είχαν τα φιογκάκια - δείτε αν έχουν βίδες και ξεβιδώστε τα. Θα σας βοηθήσει πολύ αυτό κατά την εφαρμογή του χαρτιού. Μόλις στεγνώσει η κόλλα, ξαναβιδώστε τα στη θέση τους.

  Περάστε κόλλα ή βερνίκι για αδιαβροχοποίηση και προστασία. Έχετε υπόψη σας πως, όσα περισσότερα στρώματα, τόσο καλύτερα και τόση περισσότερη αντοχή θα έχουν τα γυαλιά σας στη χρήση. Επίσης, καλύτερα είναι το βερνίκι που θα εφαρμόσετε να μην έχει ως βάση του το νερό.

Και...

Με γεια τα νέα σας γυαλιά ηλίου!   

:)))


Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

Τα Κίτρινα Μολύβια ~ Ιστορίες του Καφενέ #2



Τα Κίτρινα Μολύβια


Την πρώτη φορά που ο Μιχάλης αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα, μετρούσε ήδη 30 χρόνια ζωής, χωρίς να έχει τύχει να την επισκεφθεί ποτέ ξανά. Με αφορμή κάποιες δουλειές της οικογένειας που δεν χώραγαν άλλη αναβολή και που μόνο στην Αθήνα μπορούσαν να γίνουν, αλλά με βαθύτερο λόγο την εσωτερική του ανάγκη για αλλαγή από την αφόρητη μονοτονία της ζωής του στο χωριό, ο Μιχάλης δε χρειάστηκε παρά λίγα μόλις λεπτά για να αποφασίσει το ταξίδι. Ο δρόμος από το χωριό προς την πρωτεύουσα τού φάνηκε μακρύς, μα η φυγή φάνταζε κιόλας άκρως ενδιαφέρουσα και πολλά υποσχόμενη. Με το που αντίκρισε τη μεγαλούπολη ξέχασε μεμιάς την ταλαιπωρία και την κούραση του ταξιδιού και τις πρώτες αυτές εικόνες της δεν τις λησμόνησε  ποτέ.
Άμαθος καθώς ήταν, έπεσε κατευθείαν στα αόρατα δίχτυα της. Η πρωτεύουσα κατάφερε να τον τυλίξει σε άυλα νήματα, του τραγούδησε σαν Σειρήνα, κατάφερε να τον μαγέψει, να τον γοητεύσει. Τον μάγεψαν οι μέρες της, οι γεμάτες κίνηση, γρηγοράδα και ζωντάνια, οι νύχτες της, φωτεινές, λαμπερές, άλλοτε ηδονικές και ενίοτε γεμάτες σκοτεινιά. Εικόνες, εικόνες… ζωή στο φως, ζωή και στο ημίφως, ζωή και στο σκοτάδι.  Δυνατότητες, προοπτικές… καμία σχέση με τη ζωή στο χωριό. Επέστρεψε στο χωριό του μετά από την ολιγοήμερη παραμονή στην πλανεύτρα αγκαλιά της και δε σταμάτησε να τη σκέφτεται, μαγεμένος ακόμη.
Δεν του πήρε πολύ καιρό να το αποφασίσει: θα γύριζε στην Αθήνα, για να αναζητήσει εκεί την τύχη του. Μάζεψε τα λίγα του πράγματα και το κομπόδεμά του - χρήματα που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει με κόπο, δουλεύοντας από αμούστακο παιδί ακόμα -  ζήτησε την ευχή των γονιών του και έφυγε για τη μεγαλούπολη. Ήξερε πως στην αρχή θα ήταν ένας ακόμη ξένος ανάμεσα σε ξένους, αλλά δεν τον ένοιαζε αυτό. Ίσα-ίσα που μέσα του, το αποζητούσε.
Στην αρχή τίποτε δεν ήταν εύκολο. Όμως, έχοντας πίστη στον εαυτό του, αντοχές και τη θέληση να πετύχει, ο Μιχάλης ατσάλωσε. Ζορίστηκε αρκετά, μα δε λάθεψε σε καμία από τις επιλογές του, δεν έμπλεξε, δε χάθηκε στα σκοτάδια. Οι γονείς του, ήταν εμφανές, είχαν κάνει άξια το έργο τους, εμφυσώντας του και καλλιεργώντας του όλα όσα έκριναν απαραίτητα: ηθική, αξίες, κανόνες και το αίσθημα της τιμής. Και ήταν όντως πολύτιμα αυτά τα εφόδια – ήταν εφόδια ζωής.

Ένα πρωινό, ο Μιχάλης έστριψε κατά λάθος σε ένα δρόμο από όπου δεν είχε περάσει ποτέ ξανά, έχασε για λίγο την πορεία του και βρέθηκε μπροστά σε ένα επιβλητικό νεοκλασικό κτίριο. Κοντοστάθηκε να το παρατηρήσει και την προσοχή του τράβηξε μια ταμπελίτσα, κολλημένη στο τζάμι του κλειστού καταστήματος του ισογείου: «Ενοικιάζεται». Πλησίασε, έσκυψε στη τζαμαρία, κολλώντας σχεδόν το πρόσωπό του επάνω της, και είδε ένα χώρο που, αν και παρατημένος, απέπνεε ακόμη μια ζεστασιά. Ήταν ένα παλιό καφενείο με ξύλινη επίπλωση, ούτε πολύ μεγάλο ούτε πολύ μικρό, με ένα ενδιαφέρον πάτωμα από μεγάλα άσπρα και μαύρα τετράγωνα: ένα πάτωμα-σκακιέρα.
Χωρίς καλά-καλά να ξέρει το γιατί, βασισμένος σε μια παρόρμηση της στιγμής, ο Μιχάλης αναζήτησε περισσότερες πληροφορίες τηλεφωνώντας στον αριθμό που αναγραφόταν στο κάτω μέρος της ταμπέλας. Στην πραγματικότητα δεν έλπιζε να ακούσει τίποτε βολικό ή συμφέρον για τον ίδιο, έτσι έμεινε έκπληκτος όταν τελικά το άκουσε: το ενοίκιο ήταν χαμηλό και το καφενείο μπορούσε να το νοικιάσει, αν ήθελε, μαζί με την επίπλωση και τον εξοπλισμό του.
Λοιπόν, γιατί όχι; Ήταν αναμφισβήτητα μια σπουδαία ευκαιρία, και ταυτόχρονα μια ενδιαφέρουσα προοπτική για δουλειά και εισόδημα. Ο Μιχάλης αφιέρωσε αρκετές εργατοώρες για να βγάλει τα απαραίτητα χαρτιά, και άλλες τόσες για να επισκευάσει με τα ίδια του τα χέρια ό,τι χρειαζόταν επισκευή στο καφενείο. Ο χώρος καθαρίστηκε, οι τοίχοι φρεσκαρίστηκαν, τα ξύλινα τραπέζια και οι καρέκλες συντηρήθηκαν, το πάτωμα τρίφτηκε και γυαλίστηκε… και ο Μιχάλης άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του καφενείου του μια Δευτέρα πρωί, στα μέσα του χειμώνα. 
Πήγε καλά από την αρχή. Πολλοί συμπάθησαν το παραδοσιακό καφενείο του, τον ίδιο και την έμφυτη ευγένειά του, και ταυτόχρονα εκτίμησαν το φιλικό του πνεύμα, το μεράκι του και την όρεξή του για δουλειά. Ο Μιχάλης απέκτησε αρκετούς μόνιμους θαμώνες, διαφόρων ηλικιών, και το καφενείο μετατράπηκε σιγά-σιγά σε δεύτερο σπίτι του, έγινε η ζωή του.

Τρεις μήνες μετά από τα εγκαίνια, ο Μιχάλης άνοιξε ένα πρωί την πόρτα του καφενείου του και βρήκε δυο από τα κίτρινα μολύβια του να κείτονται πεσμένα επάνω στο πάτωμα-σκακιέρα. Απόρησε, γιατί η θέση τους ήταν μέσα στο μεταλλικό κονσερβοκούτι, πάνω στον πάγκο και δίπλα από το δίσκο σερβιρίσματος. Τα είχε βάλει επίτηδες εκεί κοντά στο δίσκο, γιατί τα χρησιμοποιούσε μερικές φορές για να σημειώνει τις μεγάλες παραγγελίες, ώστε να μην τις ξεχνάει. Το προηγούμενο βράδυ είχε σκουπίσει ο ίδιος το μαγαζί επιμελώς και ήταν σίγουρος πως δεν του είχε πέσει τίποτε κάτω στο πάτωμα – όπως πάντα, είχε ελέγξει το χώρο σχολαστικά πριν κλειδώσει για τη νύχτα. 
Κοίταξε σκεφτικός τα μολύβια, αλλά μην μπορώντας να δώσει άλλη εξήγηση και αφού δεν παρατήρησε τίποτε άλλο περίεργο στο χώρο, κατέληξε πως ίσως τελικά να του είχαν πέσει το προηγούμενο βράδυ.  
«Μπορεί να τα είχα βάλει πρόχειρα στην πίσω τσέπη του παντελονιού μου και να μου πέσανε, πριν φύγω από το καφενείο…» μονολόγησε. «Τι αφηρημένος!»
Έφτιαξε να πιει το πρώτο του καφεδάκι της ημέρας και τα μολύβια, έτσι απλά, ξεχάστηκαν…
…ως την επόμενη ημέρα. Με το που άνοιξε το πρωί, νάτα τα δυο κίτρινα μολύβια, πεσμένα επάνω στο πάτωμα, να τον περιγελούν. Ο Μιχάλης θορυβήθηκε. «Βρε, μπας και μπαίνουν μέσα κλέφτες;» σκέφτηκε, αλλά γρήγορα απέρριψε τη σκέψη. Το καφενείο έδειχνε όπως πάντα, τακτοποιημένο, χωρίς κανένα ίχνος παραβίασης και χωρίς να λείπει τίποτε. 
Για άλλη μια μέρα δεν μπόρεσε να εξηγήσει το περιστατικό, κι έτσι το απώθησε προσωρινά στο πίσω μέρος του μυαλού του, μην επιτρέποντάς του να του αποτραβήξει τη σκέψη και την προσοχή από τη δουλειά. Το βράδυ, όμως, έλεγξε το χώρο δυο φορές και σιγουρεύτηκε πως τίποτε δεν υπήρχε κάτω στο πάτωμα, πριν να κλείσει πίσω του την πόρτα.
Το επόμενο πρωί, τα δυο κίτρινα μολύβια ήταν και πάλι εκεί, πεσμένα στο πάτωμα, λίγο πιο αριστερά όμως από τις άλλες φορές.
«Ώχου, Παναγιά μου, θα τρελαθώ! Τι γίνεται εδώ πέρα;» Ο Μιχάλης είχε αρχίσει να προβληματίζεται. Και να ανησυχεί. Πολύ.
Για μια ολόκληρη βδομάδα, ο Μιχάλης έβρισκε κάθε πρωί τα δυο κίτρινα μολύβια πεσμένα επάνω στο πάτωμα-σκακιέρα, σε διαφορετικά σημεία κάθε φορά. Και κάθε πρωί τα σήκωνε, τα έβαζε στη θέση τους, τα χρησιμοποιούσε και το βράδυ τα τοποθετούσε ξανά στη θέση τους - και βεβαιωνόταν γι΄αυτό. Κι όμως, τα μολύβια ήταν σαν να είχαν δική τους βούληση: το άλλο πρωί ήταν πάλι στο πάτωμα, πάντα στο πάτωμα… Δεν άντεχε άλλο, το μυαλό του δεν χωρούσε αυτό που έβλεπαν τα μάτια του και δεν ήξερε τι να πράξει. Το βράδυ της Κυριακής έκλεισε νωρίτερα το καφενείο - ήταν τυχερός, δεν υπήρχε κάποιος πελάτης εκείνη την ώρα στο μαγαζί κι έτσι μπόρεσε να το κάνει - και αφού έβαλε στον εαυτό του λίγο κονιάκ, κάθισε στο τραπέζι που βρισκόταν απέναντι από τον μεγάλο, αντικέ καθρέφτη και βάλθηκε να σκέφτεται.
Κάποια στιγμή, έπιασε με την άκρη του ματιού του μια φευγαλέα κίνηση στον καθρέφτη. Μια γυναικεία φιγούρα; Στράφηκε απότομα, αλλά δεν βρισκόταν κανείς μέσα στο μαγαζί – ήταν μόνος. Φοβισμένος πια, έπλυνε το ποτήρι του με τρεμάμενα δάχτυλα και βγήκε έξω, στον λυτρωτικό καθαρό αέρα. «Τι το ήθελα το κονιάκ τώρα, μου λες;» μονολόγησε. Μα ήταν σίγουρος, η γυναικεία φιγούρα δεν ήταν της φαντασίας του, και σαφώς δεν ήταν αποκύημα του κονιάκ. Τι ήταν; Αν και ανοιχτόμυαλος άνθρωπος, ο Μιχάλης δυσκολευόταν να το παραδεχτεί. Κλείδωσε το μαγαζί και περπάτησε στον άδειο δρόμο, προσπαθώντας να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του και σχεδιάζοντας τα επόμενά του βήματα. Αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε άλλο να συνεχιστεί, ήταν αδύνατο.
Τις επόμενες μέρες, ο Μιχάλης κατάφερε να ξεκλέψει λίγο χρόνο και άρχισε να αναζητά κάποιες απαντήσεις. Αρχικά ρώτησε τους γείτονες σχετικά με τους προηγούμενους ιδιοκτήτες του καφενείου, μα δεν τους ήξερε κανείς. Κι έτσι, κατέληξε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, αναζητώντας ο,τιδήποτε σχετικό με το νεοκλασικό κτίριο στο οποίο στεγαζόταν το καφενείο του.

Και κάποιες από τις απαντήσεις που έψαχνε, ήταν εκεί.

Το νεοκλασικό ανήκε αρχικά στον ιατρό Μάνθο Λιβανό, μια εξέχουσα προσωπικότητα των αρχών του 20ου αιώνα. Το έχτισε με σκοπό να στεγάσει εκεί την πολυαγαπημένη του οικογένεια και αργότερα το ιατρείο του, όμως στάθηκε άτυχος: η έγκυος σύζυγός του απεβίωσε μόλις γέννησε την κόρη τους και ο Λιβανός έμεινε χήρος, μόνος, θλιμμένος και επιπλέον επιφορτισμένος με τη φροντίδα ενός φιλάσθενου μωρού. Η κόρη του όμως τον κέρδισε τόσο πολύ με τα κοριτσίστικα νάζια της - και ίσως επειδή έμοιαζε καταπληκτικά στη μητέρα της - ώστε ο Λιβανός ποτέ δεν παραπονέθηκε και δεν μετάνιωσε που αποφάσισε να αναλάβει ο ίδιος την ανατροφή της. Αντίθετα, έγινε ένας καλός και άξιος πατέρας, μολονότι υπερπροστατευτικός και συχνά, αυστηρός.
Η μικρή Αγνή αγαπούσε τη ζωγραφική και είχε έμφυτο ταλέντο, αλλά ο Λιβανός φοβόταν μην την αρρωστήσουν περισσότερο οι οσμές και η άμεση έκθεσή της στις μπογιές και τα διαλυτικά. Κατά βάση, βέβαια, αυτό που φοβόταν περισσότερο από όλα ήταν το να τη χάσει. Έτσι, βλέποντας παντού κινδύνους, απαγόρευσε αυστηρά αυτή τη δραστηριότητα στη μικρή. Μπορούσε να παίζει πιάνο αν ήθελε, ή να μαθαίνει γαλλικά, αλλά όχι να ζωγραφίζει. Όσο ανένδοτος ήταν μ΄αυτό το θέμα ο Λιβανός, τόσο μαράζωνε και πείσμωνε η Αγνή.    
Στα 18 της, η Αγνή ανακοίνωσε στον πατέρα της με αρκετό θάρρος - και άλλο τόσο θράσος - πως, εδώ και δύο χρόνια, είχε ξεκινήσει στα κρυφά να ζωγραφίζει και δεν είχε πάθει απολύτως τίποτε από τα υλικά που χρησιμοποιούσε. Καμία εμφανή αλλεργία, καμία δυσκολία στην αναπνοή. Δήλωσε πως το μόνο που επιθυμούσε ήταν να μεταδώσει τη χαρά της ζωγραφικής και σε άλλους, έτσι σκόπευε να διαμορφώσει κατάλληλα το χώρο στο ισόγειο του κτιρίου και να δημιουργήσει εκεί ένα παιδικό τμήμα εκμάθησης. Ο Λιβανός διαφώνησε, αλλά το γεγονός ήταν ένα: το πείσμα της η κόρη του το είχε κληρονομήσει από εκείνον. Έπειτα από πολυήμερους καυγάδες, μουτρώματα και λίγες κοριτσίστικες απειλές, ο Λιβανός τελικά αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Εκείνο το απόγευμα της Τετάρτης, όσο περίμενε τους μικρούς μαθητές της, η Αγνή ήταν τρισευτυχισμένη. Επιτέλους, θα έκανε το όνειρό της πραγματικότητα. Συγκέντρωσε τα παιδιά στην αίθουσα του ισογείου με το πάτωμα-σκακιέρα, πήρε τα μολύβια για το προσχέδιο στα χέρια της κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η καρδιά της την πρόδωσε. Σωριάστηκε, και όσο εκείνη περνούσε στην ανυπαρξία, τα παιδιά σκόρπιζαν αλαφιασμένα, σαν ένα σμάρι πουλιά.  
Έκτοτε, ο Λιβανός μαράζωσε από θλίψη. Το σπίτι ερήμωσε και αφέθηκε στη μοίρα του, μέχρι που ο γιατρός πήρε την απόφαση να το πουλήσει. Η αίθουσα-σκακιέρα με τη μεγάλη τζαμαρία μετατράπηκε σε κατάστημα από τους νέους ιδιοκτήτες, το οποίο νοικιάστηκε κάμποσες φορές σε διάφορους νοικάρηδες και για διάφορες χρήσεις.

Ο Μιχάλης έφυγε από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη άλλος άνθρωπος - και αρκετά χλωμός, κατά γενική ομολογία. Το βράδυ, στο καφενείο, κάνοντας τις συνήθεις ετοιμασίες για το κλείσιμο, το μυαλό του έτρεχε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Πριν σβήσει τα φώτα και κλειδώσει, πήρε στα χέρια ένα μπλοκάκι του από το συρτάρι, το άνοιξε σε μια καινούρια, λευκή σελίδα και το έβαλε δίπλα στο κονσερβοκούτι, μέσα στο οποίο βρίσκονταν τα κίτρινα μολύβια.
«Αγνή; Εσύ είσαι; Δώσε μου ένα σημάδι ότι είσαι εσύ…»

Το επόμενο πρωί, τα δυο κίτρινα μολύβια ήταν και πάλι στο πάτωμα. Δίπλα τους, κειτόταν το σημειωματάριό του. Δεν το πρόσεξε με την πρώτη ματιά, το παρατήρησε με το που το έπιασε στα χέρια του για να το βάλει στη θέση του: στην πάνω δεξιά γωνία της λευκής σελίδας, ήταν γραμμένο με μολύβι, πολύ αχνά, ένα πολύ-πολύ μικρό και καλλιγραφικό κεφαλαίο «Α».

Ο Μιχάλης αποφάσισε να κάνει τα πάντα για να βοηθήσει μια αγνή ψυχή να ελευθερωθεί. Μίλησε με τον πολιτιστικό σύλλογο της περιοχής του, επιστράτευσε εθελοντές, επικοινώνησε με φοιτητές της Σχολής Καλών Τεχνών και με ανεξάρτητες καλλιτεχνικές ομάδες που θα ήθελαν να μεταδώσουν τις γνώσεις τους σε άλλους.  Δεν τους είπε τον πραγματικό λόγο που το έκανε όλο αυτό – πώς θα μπορούσε; Τους είπε μόνο τη σκέψη του: τις Τετάρτες, σε ένα ειδικά διαμορφωμένο χώρο στο καφενείο του, θα μπορούσαν να γίνονται μαθήματα και σεμινάρια ζωγραφικής, ελεύθερα και ανοιχτά σε όποιον θα ήθελε να μάθει – είτε μεγάλο, είτε μικρό. «Φανταστείτε το: με τη δική σας βοήθεια, το καφενείο μου τις Τετάρτες δε θα είναι πια ένα απλό καφενείο, αλλά θα μεταμορφώνεται σ΄ένα “Art Café”… Τι λέτε;» τους προσκάλεσε.
Δε δέχθηκαν όλοι, κάποιοι όμως δέχθηκαν να αναλάβουν να κάνουν μαθήματα στις ελεύθερες ώρες τους. Και τις Τετάρτες, το πίσω μέρος του καφενείου γέμιζε μικρούς και μεγάλους μαθητές, που μάθαιναν ζωγραφική και χαίρονταν τη δημιουργία.      

Από τότε, ο Μιχάλης δεν ξαναβρήκε ποτέ τα κίτρινα μολύβια να κείτονται πάνω στο πάτωμα-σκακιέρα. Ήξερε. Η Αγνή είχε φύγει, εκπληρώνοντας επιτέλους το όνειρό της.

Σε μια ταμπελίτσα στο πίσω μέρος του μαγαζιού, εκεί κοντά όπου γίνονταν τα μαθήματα, ο Μιχάλης έγραψε:


Ακόμη κι όταν δε μπορείς, μόνος εσύ, να πραγματοποιήσεις το όνειρό σου,
ίσως να υπάρχει κάποιος, κάπου, που να μπορεί και να θέλει να γίνει βοηθός σου.
Αρκεί απλώς να το ζητήσεις... και θα συμβεί.
              Για την Αγνή 


 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~



 Τα "Κίτρινα Μολύβια" είναι η δική μου συμμετοχή στις Ιστορίες του Καφενέ (#2) που διοργανώνει η Αριστέα στο ιστολόγιό της (Η ζωή είναι ωραία και που βασίζονται σε μια ιδέα της Μαρίας Κανελλάκη (Απάγκιο).


  Ξέρω πως τα "Κίτρινα Μολύβια" μου έχουν αρκετά μεγαλύτερη έκταση σε σχέση με τα άλλα κείμενα που έχω δημοσιεύσει εδώ κατά καιρούς. Όμως, όταν δεν έχω κάποιο περιορισμό στον αριθμό των λέξεων, το προτιμώ, γιατί έτσι μου δίνεται η δυνατότητα να είμαι περισσότερο περιγραφική εκεί όπου αισθάνομαι την ανάγκη.

Ελπίζω να μη σας κούρασα και σας ευχαριστώ που φτάσατε ως εδώ!


 Στις "Ιστορίες του Καφενέ #2" συμμετέχουν τα παρακάτω ιστολόγια 
(και φίλοι ιστολογίων):

Δημήτρης Ασλάνογλου, φιλοξενούμενος Αριστέας
Λάχεσις, http://epilogh.blogspot.gr/
Ινώ - Σκιάθος, φιλοξενούμενη Αριστέας
Γιώργος-Hengeo, http://hengeo.blogspot.gr/
Μαρία Κανελλάκη, http://toapagio.blogspot.gr/
Nastenka (πρώην pink angel) http://midnight-in-brussels.blogspot.gr/
Μαρία (me maria),  http://mytripssonblog.blogspot.gr/
Κατερίνα Βαλσαμίδη, http://apopsitexnis.blogspot.gr
Σμαραγδένια,  http://smaragdenia-roula.blogspot.gr
Τάσος Κ, (πρώην λαθρεπιβάτης) θα φιλοξενηθεί από Αριστέα
Velvet, http://stavento-velvet2.blogspot.gr/ θα φιλοξενηθεί από Αριστέα


Μπορείτε να διαβάσετε εδώ όλες τις δημοσιευμένες ιστορίες.



Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

Ματωμένο Πουλί → "Μια εικόνα... Χίλιες λέξεις" (τοβιβλίο.net)



Ματωμένο Πουλί

Ένα ακόμα βράδυ. Σκέψεις και σκέψεις και σκέψεις... Ο καπνός του τσιγάρου του φεύγει ψηλά, διαλύεται. Σαν την ψυχή του. Τον κοιτάζει, ο χώρος έρημος, πού είναι το γέλιο της; Χάθηκε κι αυτό, σαν τα γαλαζωπά συννεφάκια. Γιατί να νιώθει τόσο μόνος; Χάθηκε το κουράγιο του, πού πήγε; Μάλλον μαζί με το γέλιο της θα πήγε, εκεί ψηλά, μακριά από κείνον.

Ένα ακόμα βράδυ. Πάλι έχει αδειάσει το ποτήρι; Μακάρι να μπορούσε ν’ αδειάσει έτσι και το μυαλό του, να φύγει ο πόνος. Γουλιά - γουλιά περνάει η νύχτα, πάλι θ’ αδειάσει το ποτήρι και ο ύπνος αρνείται να ’ρθεί.

Τέλειωσε το μπουκάλι. Ήταν το αγαπημένο της ποτό αυτό. Κυλάει μέσα στο αίμα του, εκεί όπου κυλάει κι εκείνη. Μπήκε στη ζωή του τόσο ξαφνικά, την πλούτισε, άνθισε η ψυχή του στο γέλιο της, στην ομορφιά της, στην αγάπη της. Τόσες πολλές στιγμές μαζί, κι όμως τόσο λίγες....

Σηκώνεται, οι σκέψεις του τριβελίζουν το μυαλό και ο χώρος τόσο άδειος και τόσο γεμάτος μαζί από τις αναμνήσεις... Μακάρι να υπήρχε κάποιος εδώ να του κρατήσει συντροφιά - αλλά και πάλι; Κανέναν δε θέλει να δει. Μόνο να τη σκέφτεται... να τη σκέφτεται... Σημάδεψε τη ζωή του η Εύα, την ύπαρξή του, και η ειρωνεία; Η δική της ύπαρξη χάθηκε, εκείνο το θλιμμένο απόγευμα. Μια τσαλακωμένη μοτοσυκλέτα κι εκείνη πουλί, ένα ματωμένο πουλί στο δρόμο. Ήταν τόσο ευάλωτη, τόσο γλυκιά, ήθελε να την έχει διαρκώς κάτω από την προστασία του και να την κάνει να γελάει, είχε περάσει πολλά αυτή η κοπέλα κι όμως είχε ατέλειωτο κουράγιο γι’ άλλα τόσα, ήταν αισιόδοξη, ήξερε να τα καταφέρνει… Ας είχε ο ίδιος λίγο, λίγο μόνο από το κουράγιο της - όμως δεν το ’χει.

Θλίψη. Και πόνος. Και δάκρυα. Απώλεια, με άλφα κεφαλαίο. Και τύψεις. Υπήρξαν φορές που τη λύπησε, υπήρξαν φορές που δεν της στάθηκε με όλη τη δύναμή του. Κι εκείνο το απόγευμα είχαν μαλώσει. Μικροκαυγαδάκι ήταν, ναι, αλλά τρελαίνεται στη σκέψη μήπως του κράτησε κακία και την κακία αυτή την κουβάλησε μαζί της, στο ταξίδι της.

Την έφτιαξε τη μηχανή της, να τη, κάτω είναι, πέφτει πάνω στα μεταλλικά της μέρη το φως από το φεγγάρι και γυαλίζουν. Την έφτιαξε όσο καλύτερα μπορούσε, ήταν τόσο διαλυμένη, σαν να ανάστησε κι εκείνη μαζί του φαίνεται. Ώρες - ώρες τη ζηλεύει και τη μισεί. Τη ζηλεύει που έπαιρνε μεγάλο μέρος από την αγάπη της και τη μισεί που εξαιτίας της η Εύα έγινε πουλί, και πέταξε ψηλά. Τη θέλει όμως κιόλας. Είναι τόσο στενά δεμένη με την εικόνα της, που δεν μπορεί να την αποχωριστεί. Ούτε κι η Εύα θα το ’θελε, γι’ αυτό θα του κρατούσε σίγουρα κακία μόλις θα το έβλεπε, έστω κι από κει ψηλά.

Θέλει να πάει από το σπίτι της τώρα, νιώθει την ανάγκη πάλι. Έτσι κι αλλιώς δεν περνάει η ώρα… καλό μπορεί να του έκανε μια βόλτα. Παίρνει τα κλειδιά, ανοίγει την πόρτα και βγαίνει στο δρόμο. Ησυχία. Ο θόρυβος της μηχανής σκίζει τη νύχτα, τόσο γνώριμος. Κάθε βράδυ το ίδιο δρομολόγιο, τις ίδιες ώρες, η μόνη του παρέα είναι πλέον και στη φαντασία του, τους φέρνει πάλι μαζί. Καθώς οδηγεί, βλέπει τον κόσμο και απορεί. Πού ήταν όλοι; Πού βρίσκονται όλοι στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς του; Η πόλη λοιπόν συνεχίζει να ζει, μόνο ο δικός του κόσμος έχει νεκρώσει. Ας είναι. Δε θα μάθει ποτέ να ζει χωρίς αυτή, πρέπει όμως να μάθει να παλεύει.

Αλλά δε μπορεί.

Νάτο το σπίτι της. Ένας μήνας μετά κι ακόμα έχει την ελπίδα ότι θα δει το φως ν’ ανάβει. Πολλές φορές τη θυμάται στο παράθυρό της να τον χαιρετά και να τον καλεί να μπει. Νοικιάζεται έμαθε, και η πρώτη του σκέψη ήταν να μην αφήσει κανέναν άλλον να ζήσει στο χώρο της. Του είναι αδύνατο όμως να το πιάσει, τα χρήματα λιγοστά, ίσα - ίσα  φτάνουν για να κρατάει το δικό του σπίτι και ούτε σκέψη να φύγει από κει. Είναι στο κέντρο και βολεύει για τη δουλειά. Αν την κρατήσει κι αυτή δηλαδή, έχει μειωθεί η απόδοσή του, όλο λάθη, και ο διευθυντής κάθε μέρα όλο και χειρότερος είναι λέει, αν δεν αλλάξει θα τον διώξει, «Ξέρεις πόσα νέα παιδιά θα ήθελαν τη θέση σου;», λες κι εκείνος δεν είναι νέος πια, λες και εκείνος δεν έχει προσφέρει, λες και δεν έχει δουλέψει σαν σκυλί. Μα τώρα, τώρα είναι αλλιώς.

Πόση ώρα έχει έξω από το σπίτι της, ούτε θυμάται πια. Ένα φάντασμα, που κάθεται καβάλα σε μια μηχανή και περιμένει... Τι; Απόψε νιώθει ακόμα μεγαλύτερο κενό κι η μοναξιά έγινε αβάστακτη πια, πώς θα δουλέψει πάλι το πρωί που δεν έχει κλείσει μάτι; Απελπισία. Ξεκινά να φύγει, ανοίγει τέρμα το γκάζι και τρέχουν δάκρυα, δεν είναι όμως από τον αέρα. Βγαίνει από την πόλη, ούτε ξέρει πού πάει, ξέρει όμως ότι χρειάζεται εκείνη, να, βλέπει το πρόσωπό της σ’ εκείνη τη στροφή και πηγαίνει προς τα κει να το αγγίξει, πηγαίνει και τη βλέπει που πετάει και τον καλεί.

Και γίνεται κι εκείνος ένα ματωμένο πουλί, για να τη φτάσει. 



  "Χιλιοειπωμένη αυτή η φράση μα και τόσο ακριβής. Μια εικόνα μπορεί να κρύβει μέσα της χίλιες -ίσως κι ακόμα- περισσότερες λέξεις! Υπάρχουν εικόνες που ο θεατής μπορεί να τις κοιτάξει αδιάφορα, να τις προσπεράσει χωρίς κανένα ενδιαφέρον, είναι όμως και κάποιες που μέσα τους κρύβουν μεγάλη δυναμική, κρατούν φυλακισμένα εντός τους αισθήματα δυνατά. Τούτα ακριβώς είναι που ζητάμε να βγουν προς τα έξω, να περάσουν μέσα από τη ματιά του θεατή στο μυαλό του κι από εκεί στο χαρτί, να γίνουν ιστορία, να γίνουν χίλιες λέξεις".

    Με τη δράση "Μια εικόνα... Χίλιες λέξεις", ο δικτυακός τόπος τοβιβλίο.net προσκαλεί αλλά και προκαλεί συνάμα, όποιον το επιθυμεί, να γράψει μια ή περισσότερες ιστορίες ή ποιήματα (ως χίλιες λέξεις), βασισμένα σε δοθείσες εικόνες. (πηγή: τοβιβλίο.net)


Το κείμενό μου "Ματωμένο Πουλί" συμμετέχει σήμερα στο project, εδώ


Ευχαριστώ πάρα πολύ τον δικτυακό τόπο τοβιβλίο.net - και ειδικά τον δημιουργό και διαχειριστή του, Κώστα Θερμογιάννη - για την φιλοξενία του κειμένου μου. 

Αν ενδιαφέρεστε να στείλετε και εσείς τη συμμετοχή σας, μπορείτε να διαβάσετε περισσότερες πληροφορίες εδώ και σε αυτό το σύνδεσμο μπορείτε να διαβάσετε όλες τις ιστορίες που έχουν δημοσιευτεί ως τώρα.

    Εύχομαι καλή επιτυχία και καλή συνέχεια στη δράση!



Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Διακοπές στα νησιά Κήπο-Κήπο... (και μερικές ιδέες για διακόσμηση)



  Είμαι σίγουρη πως κάπου την έχει πάρει το μάτι σας αυτή την εικονίτσα... και πως κατά πάσα πιθανότητα την προσπεράσατε με συνοπτικές διαδικασίες, προσπαθώντας να ξεχάσετε το ότι δεν θα πάτε διακοπές (και) φέτος.

Ε, λοιπόν, δεν είστε οι μόνοι! Είμαστε πολλοί!   

 Μην πτοείστε, οι μαγευτικές Αυλίδες, τα νησιά Ταράτσα-Ταράτσα, το Όρος Μπαλκόνι και τα νησιά Κήπο-Κήπο (όπου συχνάζει η αφεντιά μου) μπορούν να μετατραπούν σε υπέροχα μέρη για διακοπές, αρκεί να βάλετε λίγο κι εσείς το χεράκι σας για να τα ομορφύνετε.

 Δείτε τι έκανα εγώ με ελάχιστα χρήματα, στο μικρό σπιτάκι μου στην πόλη που έχει έναν μικρούλη κήπο και μοιάζει κάπως έτσι...



... και πάρτε ιδέες!


1. Ανανέωση παλιού και ξεθωριασμένου μεταλλικού κασπώ

* Πώς το κάνω; 

  Φτιάξτε στον εαυτό σας έναν καφέ, βάλτε λίγη μουσικούλα και ανασκουμπωθείτε. Πάρτε δίπλα σας το παλιό κασπώ, κόλλα, σπάγκο και λίγο χρώμα και αρχίστε να τυλίγετε τον σπάγκο γύρω απ΄το κασπώ, κολλώντας τον ανά διαστήματα. Εγώ δημιούργησα με τον σπάγκο και μερικές ροζέτες, τις οποίες διακόσμησα κυκλικά με pearl pen.
   Βάλτε μέσα ένα γλαστράκι σας και... voilà!
  


2. Καναπές από παλέτες, για χαλάρωση και κουβεντούλα

* Πώς το κάνω; 

  Προμηθευτείτε παλέτες, δύο μεγάλους μεντεσέδες, βίδες για να τους στερεώσετε και, αν θέλετε, μεταλλική αλυσίδα. Επίσης, θα χρειαστείτε κάποιο εργαλείο κοπής (π.χ. σέγα).
 Στοιβάξτε τις παλέτες τη μία πάνω στην άλλη, αναλόγως πόσο ψηλό θέλετε να γίνει το καναπεδάκι σας (εγώ προμηθεύτηκα τέσσερις, οι τρεις τοποθετήθηκαν για βάση και η τέταρτη, αφού κόπηκε στο επιθυμητό σημείο, τοποθετήθηκε για πλάτη). Ενώστε την πλάτη με τους μεντεσέδες, βιδώστε την αλυσίδα και αν θέλετε, τρίψτε το ξύλο και βάψτε το. 
  Θαυμάστε το νέο σας ξύλινο καναπέ, ο οποίος μάλιστα με τη βοήθεια των μεντεσέδων θα κλείνει για να προστατεύεται από τις καιρικές συνθήκες, όποτε το επιθυμείτε!

Tip 1: Μπορείτε να βιδώσετε ροδάκια στη βάση του, για εύκολη μεταφορά. 
Tip 2: Στολίστε με χαρούμενα, χρωματιστά μαξιλάρια που θα προσφέρουν άνεση και ομορφιά.


Παλέτες: ευγενική χορηγία του άλλου μου μισού
Εργασία, σέγα & μοντάρισμα: ευγενική χορηγία του (μηχανικού) μπαμπά
Βαφή: εγώ! (ο καθένας στον τομέα του...)
Αποτέλεσμα: Χαμόγελο μέχρι τ΄αυτιά! 
:))



3. Βάση για γλάστρες από παλιό, ξύλινο παντζούρι

 * Πώς το κάνω; 


  Φέτος αλλάξαμε τα παλιά μας κουφώματα και βρήκα ευκαιρία να κρατήσω και να αξιοποιήσω τα λευκά ξύλινα παντζούρια τους, που ήταν σε καλή κατάσταση. 
  Για να κάνετε αυτή την κατασκευή, θα χρειαστείτε παλιά, ξύλινα παντζούρια, λίγο χρώμα και μεταλλικές βάσεις για γλάστρες. Ξύστε τα παντζούρια ελαφρώς με ένα γυαλόχαρτο και εφαρμόστε το χρώμα άτσαλα, με αδρές πινελιές, δίνοντάς τους ένα εφέ παλαίωσης. Κρεμάστε γλαστράκια από τις γρίλιες χρησιμοποιώντας τις βάσεις, ή ό,τι άλλο θέλετε (κηροπήγια, φαναράκια κλπ).

Tip: Αντί να μπλεχτώ με πολλαπλές επιστρώσεις χρωμάτων και ξυσίματα για να δώσω το εφέ παλαίωσης, χρησιμοποίησα αραιωμένο πλαστικό χρώμα, απευθείας πάνω στη λευκή λαδομπογιά, το οποίο πέρασα με πινέλο, φροντίζοντας να μην το στρώνω καλά και να αφήνω εμφανείς τις πινελιές. Το πλαστικό δεν είναι χρώμα αντοχής στις καιρικές συνθήκες όπως η λαδομπογιά και ενδέχεται να ξεφλουδίσει, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό μας συμφέρει γιατί θα ενισχύσει το εφέ παλαίωσης!       




4. Ανανέωση των φθαρμένων, ξύλινων διακοσμητικών καροτσιών του κήπου

 * Πώς το κάνω; 

  Απλά: Βάψτε τα σε έντονα χρώματα! Εδώ χρησιμοποίησα το ίδιο χρώμα με το παντζούρι, για να τα ταιριάξω, σε συνδυασμό με λίγη ώχρα. 



5. Φαναράκια παντού

 * Πώς το κάνω;  


   Μπορείτε να βρείτε οικονομικά γυάλινα φαναράκια σε αρκετά πολυκαταστήματα, όπως και στο γνωστό παιχνιδοκατάστημα. Κρεμάστε τα σε δέντρα, κάγκελα, τέντες (όπως εγώ), ή όπου αλλού σας αρέσει και τοποθετήστε μέσα τους κεριά ρεσώ. Αναμμένα το βράδυ θα δείχνουν υπέροχα!





6. Περιποιηθείτε τα φυτά σας και διατηρείστε το μικροκλίμα που έχει δημιουργηθεί

 * Πώς το κάνω; 


  Το καλοκαίρι, τα φυτά έχουν αυξημένες ανάγκες σε νερό, όπως κι εμείς. Μην αμελείτε την ενυδάτωσή τους και αν κάποιο φυτό δεν αντέχει τον ήλιο, μετακινήστε το σε πιο σκιερό μέρος. Περιποιηθείτε τα, προσθέστε χώμα, ποτίστε τα όταν το χρειάζονται, αφαιρέστε τα ξερά τους άνθη και φύλλα και να είστε σίγουροι πως θα σας το ανταποδώσουν με τα άνθη τους και με τους καρπούς τους!



7. Φτιάξτε ένα διακοσμητικό για το τραπέζι σας, χρησιμοποιώντας διάφορα μπουκάλια

 * Πώς το κάνω; 


  Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να εκμεταλλευτείτε τα τόσα μπουκάλια που έχετε κρατήσει κατά καιρούς! Θα χρειαστείτε χρωματιστές κλωστές, φελλούς, βερνίκια νυχιών, διακοσμητική ή φυσική άμμο, γυάλινες ή φυσικές πέτρες και μια βάση για να τα στηρίξετε.
 Βάψτε τους φελλούς με τα βερνίκια νυχιών και αφήστε τους να στεγνώσουν. Τυλίξτε τα μπουκάλια με τις χρωματιστές κλωστές, συνδυάζοντάς τις όπως σας αρέσει και γεμίστε τα με άμμο, για περισσότερη σταθερότητα (μη μας τα παρασύρει το αεράκι)! Κλείστε με τους φελλούς, εμποδίζοντας τη σκόνη και τα νερό της βροχής να εισέλθουν στο μπουκάλι. Τοποθετήστε τα μπουκάλια μέσα σε μια βάση και διακοσμήστε με τις πέτρες. 





 Tip: Το κεντρικό, ψηλό μπουκάλι το αγόρασα από το γνωστό παιχνιδοκατάστημα και είναι ένα ηλιακό φωτιστικό. 

  Έτσι, όταν πλησιάζει η νύχτα...



... το ηλιακό μπουκάλι ανάβει μόνο του και φωτίζει διακριτικά και γλυκά το τραπέζι μας!




  Κάπου εδώ ελπίζω να σας έχω ήδη πείσει πως οι μαγευτικές Αυλίδες, τα νησιά Ταράτσα-Ταράτσα, το Όρος Μπαλκόνι και τα νησιά Κήπο-Κήπο μπορούν να μετατραπούν με λίγα χρήματα και με λίγη προσωπική εργασία σε υπέροχα μέρη για διακοπές, παρεούλα, BBQ, κρασάκια και παγωμένες ξανθιές (μπύρες).

Μην τα υποτιμάτε, λοιπόν!

 Διακοσμήστε τα όπως σας αρέσει, κάντε τα να θυμίζουν νησί, πολυτελές ξενοδοχείο ή μικρό μπαράκι... και απολαύστε τα μαζί με καλή παρέα!




Καλό μήνα, καλό Σαββατοκύριακο σε όλους και καλά να περνάτε!


Υ.Γ. Τώρα τελευταία, "συλλαμβάνω" όλο και πιο συχνά τους περαστικούς να σταματούν και να παρατηρούν τον κήπο μου χαμογελώντας... Νομίζω ότι αρχίζουν να θέλουν κι αυτοί να επισκεφθούν τα νησιά Κήπο-Κήπο!!!

:))


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...