Το 6ο κατά σειρά λογοτεχνικό δρώμενο 25 Λέξεις που διοργανώνεται στο Κείμενο της Μαρίας Νι. μόλις ολοκληρώθηκε.
Κάθε φορά, οι συμμετέχοντες καλούνται να εμπνευστούν από μια φωτογραφία και να γράψουν ολιγόλεκτα κείμενα (25 λέξεων), βασισμένα σε αυτή.
Η φωτογραφία που μας έδωσε αυτή τη φορά το έναυσμα ήταν η παρακάτω λήψη της Μαρίας:
Ήταν μια ιδιαίτερη φωτογραφία που ήθελε σκέψη, δεν ήταν εύκολη· για όλους μας λοιπόν πιθανολογώ πως αποτέλεσε μια πρόκληση.
Συμμετείχαν συνολικά 24 ολιγόλεκτα, ανάμεσά τους και το παρακάτω δικό μου:
Στέκω εδώ, στου χαλασμού την άκρη.
Με χρώματα ξορκίζω τον γκρίζο τους κόσμο.
Πιάσε το χέρι μου, σιμά μου στάσου,
ας αψηφήσουμε το σκότος ενωμένοι.
Πολλά μπράβο σε όλους τους συμμετέχοντες και ειδικά στην Μαριλένα μας που διακρίθηκε (θα τη βρείτε στο ιστολόγιό της marilenaspotofart), πολλά ευχαριστώ σε όσους αφιέρωσαν χρόνο να διαβάσουν το ολιγόλεκτό μου και ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Μαρία μας για τη φιλοξενία.
Μπορείτε να διαβάσετε όλες τις συμμετοχές εδώ.
Για τους φίλους που ενδιαφέρονται σχετικά, η Μαρία ανακοινώνει πως oι "25 λέξεις #7" θα ξεκινήσουν την 1/4/16.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το ολιγόλεκτό μου μπορεί να βασίστηκε στη φωτογραφία της Μαρίας, σε μεγάλο βαθμό όμως προέκυψε από τις σκόρπιες εικόνες ντροπής που είδαν τα μάτια μου και αρνήθηκε να αποδεχτεί το μυαλό μου. Εξαιτίας τους γράφτηκε, κι έχω την άβολη αίσθηση πως αν δεν αναφερθώ σ΄αυτές (και στις σκέψεις μου σε σχέση με αυτές), οι στίχοι του θα είναι σαν λέξεις που ενώθηκαν για να δώσουν ένα νόημα, χαμένο όμως στη μετάφραση.
Όλο αυτό τον καιρό στη σκέψη μου κλωθογυρίζουν έντονα οι εικόνες της επικαιρότητας, και κυρίως εκείνες οι εικόνες των ταλαιπωρημένων προσφύγων που αναζητούν όχι απλά μια καλύτερη ζωή, μα πρώτα από όλα μια ευκαιρία στη ζωή. Μπορεί να μη γράφω γι΄αυτά εδώ, να επιλέγω να μη βαρύνω περισσότερο το ήδη βεβαρυμένο κλίμα, όμως οι σκέψεις μου εκεί, υπάρχουν και με τριβελίζουν. Για μια φορά, λοιπόν, θα κάνω την εξαίρεση και θα τις γράψω.
Δεν πάει πολύς καιρός που οδηγούσα στην Εγνατία, ταξιδεύοντας προς το σπίτι. Ήταν εκείνο το Σαββατοκύριακο που οι αγρότες έφυγαν μαζικά από τα μπλόκα τους και πήγαν στο καλό (και στις δουλειές τους). Δίπλα μου, η ΛΕΑ ήταν γεμάτη από δεκάδες πρόσφυγες· περπατούσαν πειθήνια, ήσυχα, ο ένας πίσω από τον άλλο για ασφάλεια.
Οικογένειες φορτωμένες με τα σακίδιά τους και με την αξιοπρέπειά τους παραμάσχαλα, ντυμένοι όπως εσύ κι εγώ κι όχι ρακένδυτοι, κρατούσαν σφιχτά στο χέρι τα παιδιά τους, τόσα δα, και περπατούσαν. Να πάνε πού;
Αστυνομία παντού, περιπολικά να είναι οπισθοφυλακή με αναμμένα τα αλάρμ, πιο κάτω άλλοι αστυνομικοί να ελέγχουν ένα μάτσο χαρτιά, να προσπαθούν να τα συγκρατήσουν στον ξαφνικό άνεμο που δημιουργούσαμε εμείς, περνώντας ταχύτατοι μέσα στα ωραία και άνετα αυτοκίνητά μας. Οι γυναίκες με τις χρωματιστές μαντίλες και με μια σκοτεινιά στα μάτια άπλωναν τα χέρια, μας έκαναν απελπισμένα σήματα: "Σταμάτα".
Να σταματήσω. Να κάνω ό,τι μπορώ, όσο μπορώ. Κι έπειτα; Τι θ' απογίνεις εσύ, άνθρωπε, πού θα πας;
Θα σε νιώσει κανείς; Θα σε υπολογίσει, θα σε βοηθήσει; Θ΄ αναγνωρίσει κάποιο κράτος και κάποια χούφτα κυβερνώντες πως είσαι άνθρωπος κι εσύ, ίσος με όλους τους άλλους ανθρώπους, με τα ίδια δικαιώματα στη ζωή; Θ' αναγνωρίσει πως δεν είσαι αναλώσιμος; Πως δεν είσαι ένα μπαλάκι του τένις, που μία το πετάνε από εδώ και μία το πετάνε από εκεί;
Άρχισα να κλαίω βουβά (σπάνιο φαινόμενο, συνήθως προσπαθώ/ζορίζομαι να είμαι συγκρατημένη και συγκροτημένη), κι έπιασα τον εαυτό μου να μιλάω μόνη μου μες στο αυτοκίνητο: "Πώς καταντήσαμε έτσι;"
Πώς καταντήσαμε έτσι;
Όχι μόνο εμείς, όχι μόνο εδώ, όχι μόνο ο δικός μας, τοπικός (μικρο)κόσμος, μα όλος ο κόσμος. Πώς γίναμε έτσι; Μια γρήγορη προσπέραση έγιναν όλα... μια γρήγορη κίνηση που έχει βαφτιστεί πολιτική.
Και το βράδυ μας κοιτάνε οι εαυτοί μας στον καθρέφτη κι εμείς εκεί, ανταποδίδουμε το βλέμμα ήσυχοι... ήσυχοι. Δεν μας αγγίζει ό,τι δεν συμβαίνει στο δικό μας πετσί, και δεν συνειδητοποιούμε πως αν κάποτε συμβεί κάτι και σε εμάς, για όλους τους άλλους θα μετατραπούμε κι εμείς σε αναλώσιμους. Ή σε ανεπιθύμητους. Γιατί έτσι έμαθε ο κόσμος μας να κάνει πάνω στον πλανήτη Γη, έτσι συνήθισε, έτσι μαθαίνει ακόμη, έτσι συνεχίζει: εύκολες πολιτικές λύσεις, ανούσιες στρατηγικές, φανφάρες και ασυλλόγιστοι σχεδιασμοί πάνω στην πλάτη τη δική μου, τη δική σου, τη δική του, τη δική της.
Και στο μεταξύ, πύργοι προσεκτικά χτισμένοι από κυβερνητικά τραπουλόχαρτα πέφτουν παντού, γκρεμίζονται αλλεπάλληλα, μέχρι που δε θα απομείνει τίποτε πια όρθιο - καμιά δομή, σε κανένα τομέα.
Ξέρεις, δεν απευθύνομαι σε εσένα· απευθύνομαι σε εκείνα τα μάτια και αυτιά που πρέπει επιτέλους να δουν και να ακούσουν - όμως δεν βλέπουν και δεν ακούν. Μπορεί εσύ να μην είσαι έτσι, μπορεί εγώ να μην είμαι έτσι, μπορεί να βοηθάς, μπορεί να βοηθάω. Μπορεί στην πραγματικότητα μόνο εσύ κι εγώ να βοηθάμε, κι όταν απλώνουμε το χέρι μπας κι έρθουν κι άλλοι σιμά μας για να αψηφήσουμε το σκότος ενωμένοι, να αντικρίζουμε γυρισμένες πλάτες.
Και κάθε που βλέπω γυρισμένες πλάτες, στο μυαλό μου επανέρχονται οι συγκλονιστικοί στίχοι της Ουαρσάν Σάιρ, Σομαλής ποιήτριας από την Κένυα...
«Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,
εκτός αν πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις
ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη
οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα
με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους
το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου
που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου
κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του
αφήνεις την πατρίδα
μόνο όταν η πατρίδα δε σε αφήνει να μείνεις.
Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά
φωτιά κάτω απ΄ τα πόδια σου
ζεστό αίμα στην κοιλιά σου
δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες
μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο λαιμό σου
και ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο
ανάμεσα στα δόντια σου
και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων
κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού
δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να γυρίσεις.
Πρέπει να καταλάβεις
ότι κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα
εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά
κανένας δεν καίει τις παλάμες του
κάτω από τρένα, ανάμεσα από βαγόνια
κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού
τρώγοντας εφημερίδες
εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει
σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.
Κανένας δε σέρνεται
κάτω από φράχτες
κανένας δε θέλει να τον δέρνουν
να τον λυπούνται
κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων
ή τον πλήρη σωματικό έλεγχο σε σημεία
όπου το σώμα σου πονούσε
ή τη φυλακή,
επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη
από μια πόλη που φλέγεται
και ένας δεσμοφύλακας το βράδυ
είναι προτιμότερα από ένα φορτηγό
γεμάτο άντρες που μοιάζουν με τον πατέρα σου
κανένας δε θα το μπορούσε
κανένας δε θα το άντεχε
κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό
για να ακούσει τα:
γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι
πρόσφυγες
βρομομετανάστες
ζητιάνοι ασύλου
που ρουφάτε τη χώρα μας
αράπηδες με τα χέρια απλωμένα
μυρίζετε περίεργα
απολίτιστοι
κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε
να κάνετε και τη δική μας
πώς δε δίνουμε σημασία
στα λόγια
στα άγρια βλέμματα
ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά
από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ποδιού
ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά
από δεκατέσσερις άντρες
ανάμεσα στα πόδια σου
ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο
να καταπιείς
από τα χαλίκια
από τα κόκαλα
από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου.
Θέλω να γυρίσω στην πατρίδα,
αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
πατρίδα είναι η κάννη ενός όπλου
και κανένας δε θα άφηνε την πατρίδα
εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι τις ακτές
εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να τρέξεις πιο γρήγορα
να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου
να συρθείς στην έρημο
να κολυμπήσεις ωκεανούς
να πνιγείς
να σωθείς
να πεινάσεις
να εκλιπαρήσεις
να ξεχάσεις την υπερηφάνεια
η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική.
Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα είναι
μια ιδρωμένη φωνή στο αυτί σου
που λέει
φύγε,
τρέξε μακριά μου τώρα
δεν ξέρω τι έχω γίνει
αλλά ξέρω ότι οπουδήποτε αλλού
θα είσαι πιο ασφαλής απ΄ ό,τι εδώ».
("Πατρίδα", Ουαρσάν Σάιρ / "Home", Warsan Shire.
Φωνάζει η Σάιρ με τους στίχους της· δε λέει τίποτε άλλο, πέρα από την ωμή αλήθεια. Και τα πολιτικά αυτιά αναγκαστικά ακούνε, και τα πολιτικά στόματα απανταχού στον κόσμο αναγκαστικά απαντούν. Πώς όμως απαντούν;
(πηγή: facebook)
Όσο αυτή η ανάρτηση βρισκόταν στα σκαριά, στις Βρυξέλλες σημειωνόταν σήμερα μια τραγωδία. Είχα ήδη συντάξει την ανάρτηση, όταν το πληροφορήθηκα.
Κι έλεγα, να ανεβάσω την ανάρτηση; Να μην την ανεβάσω; Ε, λοιπόν, την ανέβασα. Κατά πώς τα βλέπω εγώ τα πράγματα, άλλο πράγμα είναι η προσφυγιά, άλλο η τρομοκρατία. Δεν βρίσκονται κάτω από το ίδιο πρίσμα σε καμία περίπτωση, και πας αλλοδαπός δεν είναι εξ' ορισμού βάρβαρος...
Αυτό που θα έπρεπε να εξετάζεται κάτω από το ίδιο πρίσμα, είναι η πολιτική των κυβερνήσεων: κάθε (απαράδεκτη) δράση φέρνει και μια (απαράδεκτη) αντίδραση. Και οι βόμβες τελικά βάλλουν αθώους, όπου κι αν εκρήγνυνται.
Λυπάμαι... και θα λυπηθώ ακόμη περισσότερο, αν δω (μετά από το σημερινό θλιβερό γεγονός) την κοινή γνώμη να οδηγείται εντέχνως σε ρατσιστικά παραληρήματα, χάνοντας για άλλη μια φορά την ουσία.
Αφήνω ανοιχτά τα σχόλια, με την ελπίδα να μην χρειαστεί να μπω στη διαδικασία να κάνω περαιτέρω διαχωρισμούς, ή να κληθώ να απαντήσω λέγοντας τα αυτονόητα όσον αφορά τις διαφορές τρομοκρατίας & προσφυγικού ζητήματος.
Info:
Η Ουαρσάν Σάιρ γεννήθηκε στην Κένυα το 1988, μετανάστευσε στην Αγγλία όταν ήταν ενός έτους και έκτοτε ζει εκεί. Έχει ήδη τιμηθεί με διάφορα βραβεία - μεταξύ αυτών το Βραβείο Αφρικανικής Ποίησης από το Πανεπιστήμιο Brunel, το 2013 - και η πρώτη πλήρης ποιητική συλλογή της αναμένεται να κυκλοφορήσει μέσα στο 2016).