«Σε κοιτώ. Με κοιτάς κι εσύ, με το
κεφάλι σκυμμένο, το νου σου αλλού… πάει ώρα που σκέφτεσαι εμπρός μου κι
αναρωτιέμαι: τι σκέφτεσαι; Και γιατί θέλεις να με κλειδώσεις μέσα εδώ;
Σου μιλώ, αλλά δε μπορείς να μ’
ακούσεις. Και αναρωτιέμαι: γιατί αποφάσισες να με κλείσεις μέσα εδώ;
Ήμουν μαζί σου στα εύκολα και στα
δύσκολα. Με αφοσίωση. Στην αρχή, θυμάσαι; Είχες
μόνο εμένα. Κι ερχόμουν μαζί σου, θέλοντας και μη, όπου πήγαινες. Θυμάσαι το ξημέρωμα; Ήμουν μαζί σου στο χωράφι, κάθε μέρα, από το
ξημέρωμα. Ξυπνούσες και φεύγαμε, πριν καλά-καλά χαράξει. Ίδρωνες από το μόχθο,
ίδρωνες κάτω από τον καυτό ήλιο. Και ήμουν εκεί. Ίδρωνες πάνω μου και ήμουν για
σένα παρέα, βοηθός σου και ντύμα.
Σαν βράδιαζε, μαζί γυρνούσαμε στο σπίτι.
Κουρασμένοι, λερωμένοι. Μ’ αποχωριζόσουν κι έπεφτες σαν άδειο τσουβάλι στη γωνιά. Να φας λίγο ζεστό ψωμί, λίγο
σπιτικό φαΐ από κείνη, να στρίψεις ένα τσιγάρο. Να ξεκουραστείς. Και την
επαύριο, πάλι τα ίδια, ξανά από την αρχή η ίδια ρουτίνα της βιοπάλης, εσύ κι
εγώ.
Ήμουν μαζί σου και στις χαρές. Θυμάσαι;
Μαζί ήμαστε στο γάμο της κόρης σου. Δεν είχες μόνο εμένα πια, αλλά την
τελευταία στιγμή, εμένα επέλεξες πάλι για να έρθω μαζί σου. Ξέρω, φώναζε
εκείνη, αλλά εσύ δεν άκουγες τίποτα. Κι εγώ χάρηκα με την επιλογή σου. Χορεύαμε
και γελούσες. Τι ευτυχία για ένα πατέρα, να καλοπαντρεύει τη μονάκριβή του.
Έπινες κρασί και σταγόνες, ίδια ρουμπίνια, χύνονταν παντού ολόγυρα πάνω στην
έξαψη της χαράς. Πάνω σου, πάνω μου. Δεν είχε σημασία, ήσουν ευτυχισμένος.
Ήμουν κι εγώ. Μαζί ρίχναμε τις ντουφεκιές, να
ακουστεί σ’ όλη την οικουμένη η χαρά σου.
Ήμουν μαζί σου και στις λύπες.
Αρρώστιες, φόβοι, κακοτυχιές, σ’ όλα δε σε συντρόφευσα; Χάλασε το κορμί μου, στιγματίστηκε. Κάθε
στίγμα του, μια χαρά, μια λύπη – κάτι να θυμάσαι, κάτι να θυμάμαι από τις ώρες
και τις μέρες που περάσαμε μαζί. Κι από όσα συνέβησαν. Μακάρι να μου ’λεγες τι
σκέφτεσαι, τώρα δα…»
- Ήσουν μαζί μου, στα εύκολα και στα δύσκολα.
Ξεκίνησα με το τίποτα, ύστερα απέκτησα πρώτα εσένα. Μαζί παλέψαμε, μαζί
χαρήκαμε, μαζί πονέσαμε. Μαζί τα χτίσαμε όλα όσα έχω. Κανείς δεν με προστάτευσε
και δεν μ’ ακολούθησε, όπως εσύ. Ο χρόνος σε σημάδεψε, χάλασες… πληγώθηκες, μα
άντεξες να με συντροφεύεις.
Και σήμερα έμαθα πως περιμένω τον πρώτο
μου εγγονό. Θα σε φυλάξω για εκείνον. Άλλη πληγή να μη σ’ εύρει. Μέσα σ’ αυτό
το σεντούκι, θα κλείσω εσένα, το παλιό μου, πολύτιμο πουκάμισο.
Δε σ’ αποχαιρετώ, είσαι εγώ, είμαι εσύ… μα πια θα σε φυλάξω, θα σε προστατέψω,
για να έχει εκείνος αργότερα ένα κομμάτι από εμένα. Θα γίνεις ένα ενθύμιο ζωής.
Πάνω σου στίγματα, η κάθε στιγμή που έχω ζήσει. Κληρονομιά. Κάποτε, θα του
διηγηθείς κι εσύ την ιστορία του παππού του…
(επεξεργασμένη εικόνα - πηγή αρχικής εικόνας εδώ)
Με την ιστορία "Στίγματα" έλαβα μέρος στο 1ο παιχνίδι "Παίζοντας με τις λέξεις" (2ος κύκλος), που έγινε στο ιστολόγιο της Φλώρας TEXNIS STORIES.
Οι πέντε λέξεις που έπρεπε να χρησιμοποιηθούν από όλους τους συμμετέχοντες, έχουν επισημανθεί μέσα στο κείμενο.
Το παιχνίδι επανήλθε μετά από ένα μικρό καλοκαιρινό διάλειμμα, ξεκινώντας το δεύτερο κύκλο του δυναμικά και με μεγάλη συμμετοχή. Απόλαυσα ειλικρινά την ανάγνωση των ιστοριών και ποιημάτων που συμμετείχαν.
Οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Φλώρα για τη φιλοξενία της ιστορίας μου, αλλά και σε όλους τους φίλους του ιστολογίου της που μπήκαν στον κόπο να τη διαβάσουν, αλλά και να τη βαθμολογήσουν.
Βραβείο Συμμετοχής
Θα χαρώ να διαβάσω και τη δική σας γνώμη. Πολλά φιλιά σε όλους!
Υ.Γ. Αν θέλετε να διαβάσετε και τις υπόλοιπες ιστορίες με τις οποίες έχω συμμετάσχει κατά καιρούς στο παιχνίδι, θα τις βρείτε συγκεντρωμένες σε αυτή τη σελίδα του ιστολογίου μου.